Περίληψη: | Η Οδηγία 2005/29 για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές αποτέλεσε την πρώτη και μοναδική μέχρι σήμερα απόπειρα της ΕΕ να ρυθμίσει οριζόντια και εξαντλητικά το αθέμιτο Β2C μάρκετινγκ. Το νομοθέτημα φανερώνει γενικότερες αντιλήψεις του Ενωσιακού νομοθέτη αναφορικά με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και φαίνεται να καλεί σε μια συνολική αλλαγή αντιλήψεων στα κράτη μέλη ως προς την αντιμετώπιση του αθέμιτου ανταγωνισμού. Στους εθνικούς νομοθέτες, που κλήθηκαν να προσαρμόσουν το δίκαιο της χώρας τους στις διατάξεις της, η Οδηγία επεφύλαξε όμως πολλές προκλήσεις. Καταρχάς περιέχει πολλά νεωτερικά στοιχεία, που επέβαλαν τη ριζική αναμόρφωση των ουσιαστικών διατάξεων του δικαίου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό στα κράτη μέλη. Δεδομένου, όμως, ότι το αντικείμενο προστασίας του οικείου κλάδου δικαίου περιλαμβάνει παραδοσιακά τα συμφέροντα του καταναλωτή, των ανταγωνιστών και της ολότητας, το πολλαπλώς περιορισμένο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας δημιούργησε σύγχυση αναφορικά με τις εκφάνσεις αθέμιτου ανταγωνισμού που δεν επηρεάζονται από τις προβλέψεις της. Περαιτέρω η Οδηγία φαίνεται να επιδρά στους μέχρι την έκδοσή της παραδεδεγμένους συσχετισμούς μεταξύ δικαίου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό και αστικού δικαίου, παρόλο που ρητά εξαγγέλλει το αντίθετο. Λόγω δε της οριζόντιας ρύθμισης που εισάγει στο πεδίο εφαρμογής της, επεμβαίνει σε θεματικές που ρυθμίζονται από κλαδικά νομοθετήματα για το μαρκετινγκ, ώστε να χρήζει διευκρίνισης η σχέση της με αυτά. Τέλος, η Οδηγία βασίζεται σε γενικές ρήτρες και αόριστες νομικές έννοιες, που χρήζουν εξειδίκευσης ανά περίπτωση. Αναδεικνύεται λοιπόν καταλυτικός για την πλήρη εφαρμογή της και την επίτευξη του εναρμονιστικού αποτελέσματος που αυτή ευαγγελίζεται ο ρόλος του εθνικού δικαστή. Συνεπώς, χρειάζεται να διευκρινιστούν οι εξουσίες και οι περιορισμοί στους οποίους ο τελευταίος υπόκειται σχετικά. Τους παραπάνω προβληματισμούς πραγματεύεται η παρούσα μελέτη από τη σκοπιά του ελληνικού δικαίου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Επιχειρεί να καταδείξει καταρχάς την έννοια των νέων άρθρων 9α-9θ Ν. 2251/1994, που μετέφεραν την Οδηγία στο ελληνικό δίκαιο, επισημαίνοντας τις αλλαγές που επήλθαν σε σχέση με το πρότερο νομοθετικό καθεστώς. Σχολιάζει τις επιδράσεις της Οδηγίας στο Ν. 146/14 και τοποθετείται αναφορικά με τη δέουσα ρύθμιση του οικείου κλάδου δικαίου στη χώρα μας με γνώμονα τις σχετικές κατευθυντήριες της ίδιας της ΕΕ. Τη μελέτη απασχολούν όλες οι διαστάσεις της ανταγωνιστικής δραστηριότητας στην αγορά και ερευνά, πέραν των σχέσεων επιχείρησης-καταναλωτή (Β2C), που κυρίως επηρεάζει η Οδηγία, επίσης τις επιδράσεις της στη ρύθμιση του αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων, σε κάθετη (Β2Β μάρκετινγκ) και σε οριζόντια (Competitor versus Competitor ή Cv.C. ανταγωνισμός) διάσταση. Εξετάζει δε τη σύγχρονη σχέση δικαίου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό και αστικού δικαίου, καθώς και μεταξύ Ν. 2251/1994 και κλαδικών ρυθμίσεων για τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Τέλος, εγείρει προβληματισμούς σε σχέση με τις ιδιαιτερότητες που μπορεί να εμφανίσει η πολιτική δίκη στα πλαίσια διαφορών από αθέμιτο μάρκετινγκ, ιδίως σε θέματα απόδειξης.
|