Περίληψη: | Η κατανόηση συν-συνιστά το εν-Είναι και, άρα, αποτελεί θεμελιακό υπαρκτικό χαρακτηριστικό (όχι ένα είδος γνώσης). Υπαρκτικώς, «κατανοώ» σημαίνει «κατανοώ το Είναι του εδωνά-Είναι ως διανοίγον “δύνασθαι-Είναι”», «μου έχει διανοιχθεί η σημαντικότητα ως συνθήκη δυνατότητας (Είναι) των όντων του κόσμου και του εδωνά-Είναι». Μέσα στο διάφωτο ξέφωτο του εδωνά η κατανόηση συνιστά το σύνολο βλέπειν της διάβλεψης ως υπαρκτική αυτογνωσία τού εδωνά-Είναι. Η ερμήνευση ως ανάπτυξη της κατανόησης. Η ερμηνεία αναδεικνύει ρητά κάτι ως κάτι. Το ότι η περίβλεψη είναι προ-κατηγορηματική δεν σημαίνει ότι ισοδυναμεί με την αντίληψη ή ότι στηρίζεται σε αυτήν· τουναντίον, η αντίληψη είναι δυνατή ως στερητική ετεροίωση της περίβλεψης. η ερμηνευτική κυκλικότητα δεν είναι ούτε φαύλη ούτε παρακάμψιμη. Η απόφανση θεμελιώνεται στην υπαρκτική κατανόηση. Η γλώσσα ριζώνει στον λόγο. Ο λόγος είναι η διαιρετική άρθρωση του εδωνά, η οποία αναδύεται στις λέξεις.
|