Ατομικές διαφορές στην απόκτηση/εκμάθηση δεύτερης γλώσσας: στιλ και στρατηγικές μάθησης

Οι πρώτοι γλωσσολόγοι που ενδιαφέρθηκαν για την γλωσσική κατάρτιση προσέγγισαν το εργαλείο της γλώσσας μέσα από αναλύσεις που αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά στη δομή του συστήματος. Αργότερα, με την εισαγωγή της εμπειρικής έρευνας στις γλωσσικές επιστήμες, οι ερευνητές έδειξαν ενδιαφέρον και δοκίμασα...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριοι συγγραφείς: Υψηλάντης, Γεώργιος, Μουτή, Άννα, Ypsilantis, Georgios, Mouti, Anna
Μορφή: 1
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2016
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://dx.doi.org/10.57713/kallipos-535
http://repository.kallipos.gr/handle/11419/4999
Περιγραφή
Περίληψη:Οι πρώτοι γλωσσολόγοι που ενδιαφέρθηκαν για την γλωσσική κατάρτιση προσέγγισαν το εργαλείο της γλώσσας μέσα από αναλύσεις που αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά στη δομή του συστήματος. Αργότερα, με την εισαγωγή της εμπειρικής έρευνας στις γλωσσικές επιστήμες, οι ερευνητές έδειξαν ενδιαφέρον και δοκίμασαν να βρουν απαντήσεις και να εξηγήσουν τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η γλωσσική πρόσκτηση καθώς ‘δεν αρκέστηκαν στην απλή περιγραφή της γλώσσας του μαθητή’ Ellis (1994: 16). Παράλληλα επεδίωξαν να εξηγήσουν σχετικά φαινόμενα, όπως: α) “γιατί οι μαθητές κάνουν λάθη”; β) “για ποιο λόγο η γλώσσα τους σημειώνει σημαντικές κανονικότητες ‘marked regularities”; γ) “για ποιο λόγο η γλώσσα μεταβάλλονταν συστηματικά μέσα στο χρόνο”; <br/>Κατά την απόκτηση της δεύτερης γλώσσας παρατηρούνται μία σειρά από συνθήκες, παράγοντες ή μεταβλητές που την επηρεάζουν και φαίνεται να προκύπτουν από ατομικές διαφορές ανάμεσα στους μαθητές. Οι παράγοντες αυτοί αρχικά, θα μπορούσαν να διαχωριστούν σε αυστηρά προσωπικούς και άλλους, περισσότερο γενικούς, που μπορεί να επηρεάζουν είτε τη διαδρομή (route) της γλωσσικής απόκτησης (την σειρά με την οποία οι μαθητές αποκτούν γλωσσικά φαινόμενα), είτε τον ρυθμό ταχύτητας της απόκτησης (rate), είτε το τελικό αποτέλεσμα, [το επίπεδο γλωσσικών ικανοτήτων ή επάρκειας (efficiency-proficiency) στο οποίο μπορεί να φτάσει ένας χρήστης]. Στην δεύτερη περίπτωση των προσωπικών διαφορών η υπόθεση της επιρροής δείχνει να είναι περισσότερο ισχυρή καθώς αποτελεί παρατήρηση αρκετών δασκάλων και μαθητών ενώ παράλληλα ίσως να είναι και ευκολότερα παρατηρήσιμη (αν και δεν συμβαίνει πάντα αυτό). Εδώ η έρευνα επικεντρώθηκε στην γλωσσική επάρκεια και ατομική αντίδραση των μαθητών κατά την απόκτηση της Γ2. Ειδικότερα, στο κίνητρο (motivation), στην προσωπικότητα (personality),στην ηλικία (age), στο γνωστικό και μαθησιακό στιλ (cognitive and learning style) και στις στρατηγικές μάθησης (learning strategies) αλλά και στην κλίση (aptitude).