Περίληψη: | Στο κεφάλαιο αυτό ασχολούμαστε με τη σχεδίαση του ερευνητικού δικτύου ή καννάβου γεωτρήσεων κατά το στάδιο της αναγνώρισης της μεταλλοφορίας, δηλαδή κατά την προσπάθεια εντοπισμού του πιθανού κοιτάσματος για το οποίο υπάρχουν θετικές ενδείξεις εντός της υπό έρευνα περιοχής.<br/>Αρχικά, αναφερόμαστε στις διαφορετικές γεωμετρίες των καννάβων και την αποτελεσματικότητά τους στον εντοπισμό φακοειδών κοιτασμάτων. Υπολογίζουμε την πιθανότητα εντοπισμού τού υπό έρευνα κοιτάσματος, ανάλογα με το αναμενόμενο μέγεθός του σε σχέση με τη διάσταση της βασικής κυψελίδας του καννάβου. Καταλήγουμε στο ότι το αναμενόμενο σχήμα του κοιτάσματος καθορίζει και το είδος του καννάβου που είναι αποτελεσματικότερο για τον εντοπισμό του.<br/>Στη συνέχεια προχωρούμε στο θέμα του υπολογισμού της μέσης τιμής της ποιότητας και της ποσότητας των αποθεμάτων του κοιτάσματος που εντοπίσαμε, χωρίς όμως να ασχολούμαστε με τη χωρική κατανομή των αποθεμάτων αυτών, δηλαδή με τη χαρτογράφηση του κοιτάσματος. Αυτό που τονίζεται εδώ είναι ότι το να υπολογίσουμε απλώς τη μέση τιμή των αποθεμάτων έχει μικρή σημασία, επειδή η τιμή αυτή θα διαφέρει σίγουρα από την πραγματική, την οποία, βέβαια, θα μάθουμε μόνον όταν εξορύξουμε όλο το κοίτασμα. Το ενδιαφέρον είναι να εκτιμήσουμε, στον βαθμό ακρίβειας που επιθυμούμε, το διάστημα στο οποίο θα κυμαίνεται η πραγματική τιμή της παραμέτρου ενδιαφέροντος.<br/>Τέλος, αναλύουμε περιληπτικά το γενικότερο θέμα της βέλτιστης πυκνότητας του ερευνητικού καννάβου, προκειμένου όχι μόνο να εντοπίσουμε, αλλά και να απεικονίσουμε τη μεταλλοφορία που ερευνούμε. Η πυκνότητα αυτή, όπως είναι φυσικό, εξαρτάται από τη μεταβλητότητα του κοιτάσματος. Αφού εκφράσουμε τη μεταβλητότητα με το κατάλληλο μαθηματικό μέγεθος, υπολογίζουμε, με βάση αυτό, τη μέγιστη πλευρά του ερευνητικού καννάβου, κάτω από την οποία η περαιτέρω πύκνωση των γεωτρήσεων δεν επιφέρει βελτίωση στα αποτελέσματα της απεικόνισης.
|