Αποτίμηση χαρτοφυλακίων των κλάδων της χρηματαγοράς και βέλτιστη επιλογή με χρήση οικονομικών μεθόδων

Η παρούσα εργασία είναι μια εισαγωγή στη διαχείριση χαρτοφυλακίου και στις ποσοτικές μεθόδους που βοηθούν στη διαχείριση των χαρτοφυλακίων. Στα κεφάλαια που ακολουθούν θα γίνει μια εισαγωγή στην Ελληνική Χρηματιστηριακή Αγορά και στην ιστορία της, όπως επίσης και στις συνθήκες που επικρατούν σε αυτ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Τζαβαλής, Ανάργυρος
Άλλοι συγγραφείς: Τσαγκανός, Αθανάσιος
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2017
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/10496
Περιγραφή
Περίληψη:Η παρούσα εργασία είναι μια εισαγωγή στη διαχείριση χαρτοφυλακίου και στις ποσοτικές μεθόδους που βοηθούν στη διαχείριση των χαρτοφυλακίων. Στα κεφάλαια που ακολουθούν θα γίνει μια εισαγωγή στην Ελληνική Χρηματιστηριακή Αγορά και στην ιστορία της, όπως επίσης και στις συνθήκες που επικρατούν σε αυτή. Θα γίνει μια μικρή εισαγωγή στα προϊόντα που διαπραγματεύονται στην Ελληνική Αγορά και ο τρόπος με τον οποίο δουλεύουν αυτά τα προϊόντα. Αναφορικά με τις μετοχές και τα ομόλογα, θα αναφέρουμε και τα κυριότερα μοντέλα τιμολόγησής τους όπως είναι το μοντέλο προεξόφλησης μερισμάτων (Dividend Discount Model) και το μοντέλο σταθερής ανάπτυξης του Gordon (Gordon’s Constant Growth DDM). Σχετικά με τα ομόλογα, θα αναφέρουμε τον μαθηματικό τύπο που υπολογίζει την θεωρητικά δίκαιη τιμή του ομολόγου. Στο τρίτο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας θα ασχοληθούμε με τις βασικότερες μεθόδους διαχείρισης χαρτοφυλακίου, όπως είναι το περίφημο μοντέλο του Markowitz και το μοντέλο τιμολόγησης περιουσιακών στοιχείων που είναι γνωστό ως CAPM. Μέσα από την περιγραφή αυτών των μοντέλων, θα αναφερθούμε και στα πολύ χρήσιμα μέτρα του βήτα του χαρτοφυλακίου που είναι ένα μέτρο κινδύνου, αλλά στα μέτρα αποδόσεων χαρτοφυλακίου, όπως είναι ο συντελεστής του Sharpe και του Traynor. Στο ίδιο κεφάλαιο, θα περιγράψουμε τα μοντέλα τιμολόγησης που εξαρτώνται από τους παράγοντες κινδύνου, τα οποία διαχωρίζονται σε μοντέλα ενός παράγοντα και σε μοντέλα πολλών παραγόντων κινδύνου. Επίσης, θα αναφερθούμε και στο μοντέλο τιμολόγησης κερδοσκοπίας, το γνωστό Arbitrage Pricing Theory (APT). Στο τέταρτο κεφάλαιο, θα αναφερθούμε στο πολύ χρήσιμο μέτρο και ευρέως διαδεδομένο στην τραπεζική αγορά, της Αξίας σε Κίνδυνο (Value at Risk – VaR). Θα περιγράψουμε αναλυτικά το μέτρο αυτό, το οποίο χρησιμοποιείται πολύ συχνά από την αγορά, ενώ θα κάνουμε μια αναλυτική περιγραφή των τριών μεθόδων υπολογισμού της Αξίας σε Κίνδυνο, τη μέθοδο διακύμανσης – συνδιακύμανσης (παραμετρική μέθοδος), τη μέθοδο ιστορικής προσομοίωσης και τη μέθοδο Monte – Carlo προσομοιώσεων. Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε στα υπέρ και τα κατά κάθε μεθόδου. Το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο, είναι μια εφαρμογή της μεθόδου διακύμανσης – συνδιακύμανσης, σε πραγματικά δεδομένα της Ελληνικής Χρηματιστηριακής Αγοράς. Στην εφαρμογή αυτή υπολογίζουμε την Αξία σε Κίνδυνο χαρτοφυλακίων με διαφορετική σύνθεση. Μέσα από αυτή την εφαρμογή παρουσιάζονται δυο σημαντικά και πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Το πρώτο, το οποίο είναι και το πιο προφανές, έχει να κάνει με την εξάρτηση της Αξίας σε Κίνδυνο από το χρόνο που υπολογίζεται η Αξία σε Κίνδυνο, που ονομάζεται περίοδος Διακράτησης. Για τις ανάγκες της εφαρμογής θα χρησιμοποιηθούν τρεις περίοδοι διακράτησης, η ημερήσια περίοδος, η μηνιαία και η ετήσια. Περισσότερο ρεαλιστική είναι η ημερήσια περίοδος διακράτησης, καθώς οι οργανισμοί επιθυμούν να υπολογίσουν την Αξία σε Κίνδυνο για βραχυπρόθεσμες περιόδους. Η περίοδος διακράτησης έχει να κάνει και με την έννοια της αβεβαιότητας η οποία αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου και άρα μεγαλύτερη περίοδος διακράτησης σημαίνει μεγαλύτερη αβεβαιότητα για το χαρτοφυλάκιο. Το δεύτερο και ίσως πιο σημαντικό αποτέλεσμα, αφορά στη διαφοροποίηση των χαρτοφυλακίων και πως η εισαγωγή επιπλέον αξιογράφων στο χαρτοφυλάκιο, όπου στην προκειμένη περίπτωση είναι επιπλέον μετοχές, θα βοηθήσει το χαρτοφυλάκιο να αντισταθμίσει ήδη υπάρχοντες παράγοντες κινδύνου στους οποίους είναι εκτεθειμένο το χαρτοφυλάκιο από τις μετοχές που συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο. Αυτό το αποτέλεσμα έχει να κάνει με την αρνητική συσχέτιση των αποδόσεων των μετοχών και μετριέται από το συντελεστή γραμμικής συσχέτισης. Εξαιτίας του σχετικά μεγάλου αριθμού των μετοχών, χρειάστηκε η άλγεβρα πινάκων, όπου διευκολύνει πολύ τους υπολογισμούς, οι οποίοι έγιναν με το λογισμικό υπολογιστικών φύλλων Ms Excel.