Περίληψη: | Το αντικείμενο αυτής της μελέτης είναι η ποσοτική ανάλυση ενός πόσιμου εναιώρηματος με δραστική ουσία τη νατριούχο βαρφαρίνη. Η δραστική ουσία σύμφωνα με την φαρμακευτική εταιρεία που το κατασκευάζει, προστίθεται στην άμορφη φάση και η τελική συγκέντρωση της στο εναιώρημα είναι 1 mg/mL. Η νατριούχος βαρφαρίνη είναι μία ουσία που χρησιμοποιείται ως αντιπηκτικό χαμηλής δόσης. Είναι γνωστό ότι η ουσία βρίσκεται σε δύο μορφές, στην άμορφη και στην κρυσταλλική, η οποία έχει προκύψει ενσωματώνοντας στην δομή της και μόρια ισοπροπυλικής αλκοόλης (isopropyl alcohol solvate). Σκοπός αυτής της μελέτης είναι να χρησιμοποιηθεί μια καινοτόμος, γρήγορη και οικονομική αναλυτική τεχνική για τον ποσοτικό προσδιορισμό της δραστικής ουσίας στο πόσιμο εναιώρημα που θα είναι ταυτόχρονα σε θέση να ανιχνεύσει πιθανές αλλαγές στην κρυσταλλική της μορφή. Η HPLC που είναι η προτεινόμενη μέθοδος για την ποσοτική ανάλυση αυτού του σκευάσματος από την Φαρμακοποιία δεν μπορεί να ανιχνεύσει αλλαγές στην κρυσταλλική φάση της δραστικής ουσίας. Η δραστική ουσία που προστίθεται σε άμορφη φάση στο σκεύασμα, χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα ασταθής, και όπως αποδεικνύεται σε αυτή την έρευνα, θα υποστεί αλλαγή στην κρυσταλλική της μορφή.
Για τον έλεγχο της σταθερότητας της δραστικής ουσίας οι αναλυτικές τεχνικές που εφαρμόστηκαν ήταν η Οπτική Μικροσκοπία και η Περιθλασιμετρία Ακτίνων Χ (XRD). Με την χρήση αυτών των τεχνικών μετά από δοκιμές, βρέθηκε ότι η άμορφη ουσία προστιθέμενη είτε σε νερό είτε σε μία προσομοίωση του placebo του εναιωρήματος, μετά την γρήγορη διάλυσή της, τα ιόντα νατρίου αποσπώνται και οι κρύσταλλοι της βαρφαρίνης που προκύπτει καθιζάνουν. Η παρουσία των κρυστάλλων βαρφαρίνης επιβεβαιώθηκε και μέσα στο εναιώρημα με την χρήση των ίδιων τεχνικών και ως συμπέρασμα εξήχθη ότι η δραστική ουσία του εναιωρήματος είναι η βαρφαρίνη και όχι το μετά νατρίου άλας της.
Για την ποσοτική ανάλυση του εναιωρήματος οι τεχνικές που δοκιμάστηκαν είναι η Φασματοσκοπία Υπερύθρου (ATR-IR), η Περιθλασιμετρία ακτινών Χ (XRD) και η Φασματοσκοπία Raman. Από τις δοκιμές με την Περιθλασιμετρία ακτίνων Χ, παρατηρήθηκε ότι η ένταση της κορυφής που αποδίδεται στην δραστική ουσία δεν ήταν ανάλογη της συγκέντρωσης που είχε η ουσία στο σιρόπι όπως αναμενόταν. Πιθανοί λόγοι φαίνεται να είναι ο προσανατολισμός των κρυστάλλων στο δείγμα
καθώς επίσης και η κρυσταλλικότητα των σωματιδίων που ποικίλλει και δεν μπορεί να ελεγχθεί μετά την ανακρυστάλλωση. Η Φασματοσκοπία IR δεν μπόρεσε να ανιχνεύσει την δραστική ουσία λόγω της μικρής της περιεκτικότητας στο σκεύασμα. Η Φασματοσκοπία Raman βρέθηκε ότι είναι η πιο εύχρηστη και αποτελεσματική τεχνική, συγκρινόμενη με τις προηγούμενες, και έτσι χρησιμοποιήθηκε τελικά για την ποιοτική ανάλυση του πόσιμου εναιωρήματος.
Για την ποσοτική ανάλυση παρασκευάστηκε ένα πυκνό διάλυμα από άμορφο warfarin sodium και placebo περιεκτικότητας 1.5 mg/mL. Όλα τα πρότυπα διαλύματα για την καμπύλη βαθμονόμησης παρασκευάστηκαν με αραίωση του πυκνού αυτού διαλύματος με placebo. Ένα γυάλινο πλακίδιο με επίστρωση χρυσού η οποία χρησιμεύει ως καθρέφτης, χρησιμοποιήθηκε κατά την λήψη των φασμάτων Raman έτσι ώστε διά της ανακλάσεως να επιτευχθεί η βέλτιστη ένταση σήματος. Μία μικρή ποσότητα από κάθε πρότυπη αραίωση τοποθετούνταν πάνω στο πλακίδιο (σε μορφή σταγόνας) και θερμαίνονταν στον εργαστηριακό φούρνο για 35 λεπτά στους 100 ˚C με αποτέλεσμα, μετά την εξάτμιση του νερού και των πτητικών εκδόχων να δημιουργείται μία γέλη (gel). Κατά τη λήψη των φασμάτων χρησιμοποιείτο περιστροφικός μηχανισμός και το σήμα Raman συλλεγόταν από ομόκεντρους κύκλους της γελοποιημένης σταγόνας για να αποφευχθεί η μη επαρκής δειγματοληψία.
Για την κατασκευή των καμπυλών βαθμονόμησης δύο χαρακτηριστικές κορυφές δονήσεως της δραστικής ουσίας (στους 1573 cm-1 και στους 1612 cm-1) όπως επίσης και μία ισχυρή κορυφή εκδόχων (στους 1463 cm-1) χρησιμοποιήθηκαν. Κατασκευάστηκαν τρεις καμπύλες βαθμονόμησης, οι οποίες ελέχθησαν ως προς την ακρίβεια, τα όρια ανίχνευσης και την σταθερότητα τους (intraday stability).
Η πρώτη κατασκευάστηκε υπολογίζοντας τον λόγο του αθροίσματος των εμβαδών A1573 και A1612 (εμβαδό δραστικής ουσίας) προς το εμβαδό μιας ισχυρής κορυφής εκδόχων (A1463) έναντι της συγκέντρωσης της δραστικής ουσίας, η δεύτερη υπολογίζοντας τον λόγο του αθροίσματος των εμβαδών A1573 και A1612 (εμβαδό δραστικής ουσίας) προς το εμβαδό μιας ισχυρής κορυφής εκδόχων (A1463) έχοντας πρώτα αφαιρέσει περιοχές εκδόχων και δραστικής αντίστοιχα οι οποίες βρίσκονταν κάτω από τις κορυφές των εκδόχων και της δραστικής έναντι της συγκέντρωσης της δραστικής ουσίας, και η τρίτη χρησιμοποιώντας μόνο το άθροισμα των κορυφών της δραστικής A1573 και A1612 (εμβαδό δραστικής ουσίας) έναντι της συγκέντρωσης της δραστικής ουσίας. Και οι τρεις καμπύλες βαθμονόμησης επιτυγχάνουν χαμηλά όρια ανίχνευσης (0.174 mg/mL, 0.174 mg/mL and 0.188 mg/mL αντίστοιχα).
|