Ποιότητα ζωής και ψυχολογική επιβάρυνση των εργαζομένων στους τομείς της δημόσιας υγείας και εκπαίδευσης

Υπόβαθρο: Η εργασία συνιστά μια σημαντική πτυχή της καθημερινότητας, καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του ατόμου και παρέχοντας τους απαραίτητους πόρους για ανεξάρτητη διαβίωση. Επιπλέον, συνδέεται στενά με τα συναισθήματα της ολοκλήρωσης και της αυτοεκτίμησης, δεδομένου ότι μέσω της ε...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Μάλφα, Χριστίνα
Άλλοι συγγραφείς: Βανταράκης, Απόστολος
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2017
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/10764
Περιγραφή
Περίληψη:Υπόβαθρο: Η εργασία συνιστά μια σημαντική πτυχή της καθημερινότητας, καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του ατόμου και παρέχοντας τους απαραίτητους πόρους για ανεξάρτητη διαβίωση. Επιπλέον, συνδέεται στενά με τα συναισθήματα της ολοκλήρωσης και της αυτοεκτίμησης, δεδομένου ότι μέσω της εργασίας τα άτομα έχουν τη δυνατότητα να είναι δημιουργικά, παραγωγικά και συμβάλλουν ενεργά στην οικογένεια και την κοινωνία στο σύνολό τους. Πλήθος ερευνών διεθνώς, έχουν δείξει ότι η εργασία και οι εργασιακές συνθήκες συνδέονται αμφίδρομα με τη Σχετιζόμενη με την Υγεία Ποιότητα Ζωής. Σε άλλες πάλι, αναφέρονται αυξημένα ποσοστά προβλημάτων της σωματικής και ψυχικής υγείας σε εργαζόμενους που απασχολούνται σε ανθρωπιστικά επαγγέλματα με τους επαγγελματίες υγείας και τους εκπαιδευτικούς, να καταλαμβάνουν ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά, ενώ υπάρχει έλλειψη ερευνών στον ελλαδικό χώρο, που να προσδιορίζουν στο αν υπάρχουν και ποιοι μπορεί να είναι αυτοί οι στρεσογόνοι εργασιακοί παράγοντες που σχετίζονται με την υγεία και την Ποιότητα Ζωής τους. Σκοπός: Σκοπός της τρέχουσας συγχρονικής μελέτης ήταν να μελετηθεί η Σχετιζόμενη με την Υγεία Ποιότητα Ζωής και η παρουσία συμπτωμάτων άγχους και κατάθλιψης εργαζομένων σε δημόσιους φορείς παροχής υγειονομικής περίθαλψης και να προσδιοριστούν δημογραφικοί και εργασιακοί παράγοντες που φαίνεται να την επηρεάζουν, συγκρίνοντας τα αποτελέσματα με άλλες επαγγελματικές ομάδες, όπως των εκπαιδευτικών σε δημόσια σχολεία και των υπαλλήλων που απασχολούνται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Μεθοδολογία: Ως ερευνητικό εργαλείο χρησιμοποιήθηκε ένα ενιαίο αυτοσυμπληρούμενο ερωτηματολόγιο αποτελούμενο συνολικά από 116 ερωτήσεις σχετικά με κοινωνικο-δημογραφικά στοιχεία, εργασιακές συνθήκες, συνήθειες -συμπεριφορές υγείας καθώς περιλάμβανε και τις ελληνικές εκδόσεις των κλιμάκων «Short Form 36 Health Survey» (SF-36) και «Hospital Anxiety and Depression Scale» (ΗADS). Το ερωτηματολόγιο χορηγήθηκε σε 560 τυχαία επιλεγμένους υγειονομικούς υπαλλήλους των δομών της 6ης Υγειονομικής Περιφέρειας και εκπαιδευτικούς δημοσίων σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Δυτικής Ελλάδας. Παράλληλα, σαν ομάδα ελέγχου ήταν δημόσιοι υπάλληλοι δήμων και Περιφέρειας των περιοχών Ναυπακτίας και Πάτρας, που δεν είχαν συχνή-καθημερινή συναλλαγή με το κοινό. Συμπληρωμένα ερωτηματολόγια ελήφθησαν από 440 εργαζόμενους. Οι βαθμολογίες στις υποκλίμακες της SF-36 συγκρίθηκαν με τις αντίστοιχες βαθμολογίες από ενήλικες Έλληνες του γενικού πληθυσμού της μελέτης εγκυρότητας της ελληνικής έκδοσης της κλίμακας. Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με SPSS 22.0. Αποτελέσματα: Οι μέσες τιμές του συνολικού δείγματος στις υποκλίμακες της ΠΖ ήταν κοντά στις μέσες τιμές του γενικού πληθυσμού. Οι υγειονομικοί υπάλληλοι ανέφεραν σημαντική έκπτωση σε όλους τους επιμέρους τομείς της ΠΖ σε σύγκριση με τις άλλες δύο ομάδες (εκπαιδευτικών και δημοσίων υπαλλήλων). Ο μεγαλύτερος βαθμός έκπτωσης παρατηρήθηκε στις υποκλίμακες της κοινωνικής λειτουργικότητας, της ζωτικότητας, της ψυχικής υγείας και της γενικής υγείας με αντίστοιχα το 61.6%, 69%, 65.2% και 62.7% των υγειονομικών υπαλλήλων να εμφανίζουν επίδοση κάτω του μέσου όρου σε σύγκριση με τον ελληνικό γενικό πληθυσμό. Οι γυναίκες στο σύνολο του δείγματος ανέφεραν πιο επιβαρυμένη κατάσταση υγείας από τους άνδρες σε πέντε από τις οκτώ διαστάσεις της SF-36. Οριακά αυξημένες τιμές βρέθηκαν στην κλίμακα άγχους και κατάθλιψης και στις τρείς ομάδες των εργαζομένων. Η ομάδα των υγειονομικών υπαλλήλων φάνηκε πως είχε τα μεγαλύτερα ποσοστά δυσαρέσκειας σχετικά με τις συνθήκες του επαγγέλματος που ασκούν, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους και ιδιαίτερα με τους εκπαιδευτικούς. Στην ομάδα των υγειονομικών υπαλλήλων βρέθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση με επιμέρους διαστάσεις της ΠΖ και τις παραμέτρους: ισορροπία εργασιακής/προσωπικής ζωής, πίεση και φόρτο εργασίας, συνολική ικανοποίηση από την εργασία, ασφάλεια και σταθερότητα, γενικότερη ικανοποίηση από τη ζωή. Συμπεράσματα: Τα ευρήματα αναδεικνύουν την ανάγκη να δοθεί ιδιαίτερη μέριμνα για την υγεία, την ευημερία και τις συνθήκες εργασίας των υγειονομικών υπαλλήλων καθώς είναι πλέον τεκμηριωμένο ότι η ΠΖ των εργαζομένων σχετίζεται άμεσα με την παραγωγικότητά τους και το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών. Ιδιαίτερα ο κλάδος της δημόσιας υγείας, είναι ένας εξαιρετικά ευαίσθητος και κρίσιμος τομέας για τη λειτουργία του κράτους και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών του και οι τυχόν δυσλειτουργίες του συνοδεύονται από μείζον οικονομικό αλλά και ανθρωπιστικό κόστος.