Περίληψη: | Στην εργασία αυτή μελετήθηκε η γενετική δομή και οι φυλογενετικές σχέσεις μεταξύ έξι πληθυσμών της Atherina boyeri που προέρχονταν από τις περιοχές της Μυτιλήνης, της Νισύρου, της Κάσου, της Κύμης, και των λιμνών της Βιστωνίδας και Iznik (στην Τουρκία). Συγκεκριμένα, έγινε μελέτη των περιοριστικών θραυσμάτων ποικίλου μήκους (RFLP analysis) των τμημάτων 12S rRNA, 16S rRNA και του βρόγχου εκτόπισης (D-loop) του μιτοχονδριακού DNA. Τα αποτελέσματα αυτά συνδυάστηκαν με τα αποτελέσματα άλλων μελετών που αφορούσαν εννέα διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας (Κάλυμνο, Κεφαλλονιά, Αμβρακικός, Κως, Λήμνος, Εύβοια, Ζάκυνθος, Λευκάδα και Κουρνά-Κρήτη) και είχαν γίνει στο εργαστήριο. Από την RFLP ανάλυση αποκαλύφθηκαν 23 διαφορετικοί σύνθετοι απλότυποι. Βάσει των αποτελεσμάτων γίνεται σαφής διαχωρισμός μεταξύ «λιμναίου» και «θαλάσσιου» τύπου πληθυσμών. Οι πληθυσμοί από τις λίμνες/λιμνοθάλασσες (Βιστωνίδα, Κουρνά, Κούταβος/Κεφαλλονιά, Αμβρακικός, Iznik/Τουρκία ), καθώς και από περιοχές που επικρατούν παρόμοιες συνθήκες (Κύμη, Βαθύ Καλύμνου), έχουν τους απλότυπους 1-6, ενώ οι «θαλάσσιου» τύπου πληθυσμοί (Κως, Λήμνος, Εύβοια, Μυτιλήνη, Νίσυρος, Κάσος, Ζάκυνθος, Λευκάδα) έχουν τους απλότυπους 7-23. Διαπιστώθηκε επίσης η ύπαρξη πέντε διαγνωστικών προτύπων μεταξύ «λιμναίων» και «θαλάσσιων» πληθυσμών. Επιπλέον, παρατηρήθηκε η ύπαρξη ενός διαγνωστικού προτύπου για τους πληθυσμούς από την Κω, τη Λήμνο και τη Νίσυρο, βάσει του οποίου μπορούμε να διαχωρίσουμε τους πληθυσμούς αυτούς από τους υπόλοιπους θαλάσσιους πληθυσμούς που μελετήθηκαν, καθώς και ένα διαγνωστικό πρότυπο βάσει του οποίου μπορούμε να διακρίνουμε τον πληθυσμό της Νισύρου από τους υπόλοιπους επτά πληθυσμούς «θαλάσσιου» τύπου. Με βάση τα δεδομένα αυτά υπολογίστηκε η καθαρή νουκλεοτιδική απόκλιση μεταξύ των πληθυσμών και βρέθηκε να είναι αρκετά υψηλή σε ορισμένες περιπτώσεις. Τα παραπάνω αποτελέσματα επιβεβαιώνονται και από τα δύο φυλογενετικά δένδρα που κατασκευάστηκαν με τις μεθόδους UPGMA και Μέγιστης Φειδωλότητας. Βάσει της τιμής του Nst (50%) που υπολογίστηκε μόνο η μισή από την ολική γενετική ποικιλότητα που παρατηρήθηκε οφείλεται σε διαφορές ανάμεσα στους πληθυσμούς, ενώ η υπόλοιπη οφείλεται σε ενδοπληθυσμιακές διαφορές.
|