Περίληψη: | Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται την μελέτη παλαιονθρωπολογικού και πανιδικού οστεολογικού υλικού από την περιοχή της Ανατολικής Ναυπάκτου. Σκοπός της μελέτης αυτής είναι η διεπιστημονική προσέγγιση του υλικού τόσο από παλαιοανθρωπολογική όσο και από τη ζωοαρχαιολογική σκοπιά.
Το υλικό αποτελεί προϊόν ανασκαφικών εργασιών 8 αρχαιολογικών οικοπέδων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από την ΛΣΤ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων καθώς και από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδας. Το υλικό προέρχεται από ταφικά σύνολα και κτηριακά κατάλοιπα της Ανατολικής περιοχής της Ναυπάκτου. Η ηλικία του οστεολογικού υλικού σύμφωνα με αρχαιολογικές εκτιμήσεις υπολογίζεται να έχει ένα εύρος από την Εποχή του Χαλκού έως και την Παλαιοχριστιανική Εποχή.
Στα πλαίσια αυτής της μελέτης εξετάστηκαν 2125 αρχικά κωδικοποιημένα δείγματα (ολόκληρα, τμήματα και θραύσματα οστών) τα οποία ύστερα από διαδικασίες συντήρησης και ανάταξης υπολογίζονται σε 1596 δείγματα.
Καθαρισμός, επεξεργασία και μακροσκοπική παρατήρηση πραγματοποιήθηκε τόσο στα ανθρώπινα όσο και στα ζωικά σκελετικά κατάλοιπα. Το ανθρωπολογικό υλικό μελετήθηκε με σκοπό την εύρεση ελάχιστου αριθμού ατόμων (ΜΝΙ), τον προσδιορισμό ηλικίας, φύλου και αναστήματος καθώς και παλαιοπαθολογικών ευρημάτων, ανά ταφικό σύνολο ή θέση. Από την άλλη, το πανιδικό υλικό μελετήθηκε με σκοπό την αναγνώριση (σε επίπεδο οικογένειας, γένους ή και είδους όπου αυτό ήταν εφικτό) καθώς και τον υπολογισμό του ελάχιστου αριθμού ατόμων (ΜΝΙ) σε επίπεδο είδους. Ανθρωπολογικό και πανιδικό υλικό εξετάστηκε με σκοπό τον εντοπισμό μεταθανάτιων τροποποιήσεων (ταφονομικών, ανθρώπινης και ζωικής επεξεργασίας).
Από το αρχαιολογικό οικόπεδο με την ονομασία Ζαρμακούπης μελετήθηκε οστεολογικό υλικό προερχόμενο από 2 τύμβους, τον τύμβο Α και τον τύμβο Β καθώς και από θέσεις ανάμεσα σε αυτούς. Από τον τύμβο Α μελετήθηκε οστεολογικό υλικό ανθρωπολογικό και πανιδικό προερχόμενο από δυο ταφές (τάφος Ι, ΙΙ), έναν τελετουργικό βόθρο (ΠΕΙΙΙ), ένα αψιδωτό κτήριο και 2 βόθρους κοντά σε αυτό. Ο τάφος Ι περιείχε μόνον ανθρωπολογικό οστεολογικό υλικό και αντιστοιχήθηκε σε 2 ενήλικους αρσενικούς σκελετούς και πιο συγκεκριμένα σε έναν ηλικιωμένο άνδρα και σε έναν νεαρό ενήλικα. Το οστεολογικό υλικό που μελετήθηκε από τον τάφο ΙΙΙ ήταν εξ ολοκλήρου ανθρωπολογικό και αντιστοιχήθηκε σε 1 βρεφικό σκελετό. Επίσης, από τον τελετουργικό βόθρο ΠΕΙΙΙ μελετήθηκε πανιδικό υλικό το οποίο αντιστοιχήθηκε στα γένη Ovis ή Capra και στο είδος Sus scrofa. Ακόμα, από τους βόθρους (ΠΕΙΙ) του αψιδωτού κτηρίου μελετήθηκε ανθρωπολογικό (1 τμήμα ανθρώπινου παιδικού ή βρεφικού καμένου οστού) και πανιδικό υλικό (γένη Ovis ή Capra).
Επιπλέον, από μια θέση κοντά στο αψιδωτό κτήριο (ΠΕΙΙ) μελετήθηκε ανθρωπολογικό υλικό που αντιστοιχήθηκε σε δυο ενήλικα άτομα (1 τμήμα ωλένης και 1 τμήμα κερκίδας). Από τον τύμβο Β μελετήθηκε ανθρωπολογικό υλικό το οποίο, έφερε σημάδια προχωρημένου σταδίου καύσης, από μια ταφή (ταφική θήκη σε τάφο IV) και αντιστοιχήθηκε σε ένα νεαρό ενήλικο άτομο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ανθρωπολογικό και πανιδικό υλικό που μελετήθηκε από τον τάφο που ορίστηκε ως τάφος VI (ταφική θήκη) και αντιστοιχήθηκε σε ένα ανήλικο άτομο (παιδί ή βρέφος) στις επιφάνειες των οστών του οποίου εντοπίστηκαν ίχνη καύσης. Τέλος, από ενδιάμεσες θέσεις εντοπίστηκε πανιδικό υλικό που αντιστοιχήθηκε στα είδη (Ovis aries- πρόβατο , Sus scrofa- γουρούνι, Bos taurus- αγελάδα και Capra hircus- κατσίκα). Συνοπτικά σε αυτό οικόπεδο, παρατηρήθηκαν ίχνη καύσης (κυρίως στα ανθρώπινα και όχι τόσο στα ζωικά οστά), σημάδια ανθρώπινης επεξεργασίας (κοπής, τεμαχίσματος, πριονίσματος κ.α) στο πανιδικό υλικό, σημάδια διάβρωσης και αποσάθρωσης (πολύ έντονα σε τάφους Ι, ΙΙ) καθώς και ίχνη που υποδηλώνουν ριζική (φυτική) δραστηριότητα στις επιφάνειες των οστών.
Το επόμενο αρχαιολογικό οικόπεδο φέρει την ονομασία Ανώνυμος Δρόμος και η ηλικία του οστεολογικού υλικού που μελετήθηκε από αυτό το οικόπεδο εκτιμήθηκε στην Εποχή του Χαλκού. Από το οικόπεδο αυτό μελετήθηκαν συνολικά 12 κωδικοποιημένα δείγματα τα οποία εκτιμήθηκαν ως πανιδικά ή μη προσδιορίσιμα οστέινα τμήματα. Στα δείγματα περιεχόταν 1 οστέινο άγκιστρο (καμένο) και 1 οστέινο σουβλί. Το πανιδικό υλικό αντιστοιχήθηκε στο είδος Sus scrofa και στα γένη Ovis ή Capra. Στο υλικό αυτού του οικοπέδου παρατηρήθηκαν ίχνη καύσης και επιφανειακές οξειδώσεις ποικίλων χρωμάτων.
Ανθρωπολογικό και πανιδικό υλικό μελετήθηκε και από το αρχαιολογικό οικόπεδο με την ονομασία 3ο Δημοτικό Σχολείο, η ηλικία του οποίου εκτιμήθηκε στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Εποχή. Από το οικόπεδο αυτό μελετήθηκαν 3 ταφές (IV, VII και VIII). Από τον τάφο IV μελετήθηκε ανθρωπολογικό οστεολογικό υλικό (τμήματα και θραύσματα οστών) που αντιστοιχήθηκε σε 2 ενήλικα άτομα και ένα ανήλικο. Φύλο και ανάστημα δεν μπόρεσαν να εκτιμηθούν λόγω της κακής κατάστασης διατήρησης του υλικού. Από τον τάφο VII μελετήθηκε ανθρωπολογικό και πανιδικό υλικό. Το ανθρωπολογικό υλικό (μικρά σπασμένα τμήματα) αντιστοιχήθηκε σε ένα τουλάχιστον ενήλικο άτομο ενώ το πανιδικό υλικό αντιστοιχήθηκε σε επίπεδο είδους σε ένα φρύνο του είδους Bufo bufo, δυο είδη χερσαίων χελώνων Testudo sp. και ένα σκαντζόχοιρο Erinaceus roumanicus. Επίσης, από τον τάφο VIII μελετήθηκε ανθρωπολογικό οστεολογικό υλικό το οποίο αντιστοιχήθηκε σε τουλάχιστον δυο ενήλικα άτομα ένα από τα οποία εκτιμήθηκε ως θήλυ.
Το επόμενο αρχαιολογικό οικόπεδο φέρει την ονομασία Φράγκου- Πανταζή. Από το οικόπεδο αυτό μελετήθηκε ανθρωπολογικό οστεολογικό υλικό από 6 ταφές (I, II, III, VII, VIII και IX).Σε κάθε τάφο περιεχόταν 1 άτομο, έτσι συνολικά αντιστοιχήθηκαν 6 ενήλικα άτομα μέσης και προχωρημένη ηλικίας (30 έως και 60 έτη), στο σύνολό τους αρσενικά, εκτός από το άτομο του τάφου 1 που εκτιμήθηκε ως πιθανόν θηλυκό και το άτομο του τάφου VIII το φύλο του οποίου δεν μπόρεσε να εκτιμηθεί. Ανάστημα μπορέσαμε να υπολογίσουμε μόνο στο άτομο του τάφου IX όπου και εκτιμήθηκε περίπου στα 170- 175 cm. Τα περισσότερα άτομα έφεραν σημάδια που υποδήλωναν οστεοαρθρίτιδες, σπονδυλοαρθρίτιδες, υποπλασία αδαμαντίνης, τερηδονισμό, τρυγία και προθανάτια απώλεια δοντιών. Στο σκελετό του τάφου VII παρατηρήθηκε κάταγμα σε άπω τμήμα κερκίδας. Ιδιαίτερο ταφονομικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το άτομο του τάφου ΙΙΙ το οποίο έφερε έντονη πράσινη χρώση στο εσωτερικό τμήμα και τα δόντια της κάτω γνάθου καθώς και σε τμήμα του λαγονίου. Η χρώση αυτή προκλήθηκε από άμεση επαφή των οστών με χάλκινα αντικείμενα στο χώρο ταφής.
Από το οικόπεδο Καραμέτου -Αλθαίας μελετήθηκε οστεολογικό υλικό από μια ταφή (τάφος VII). Πρόκειται για έναν ενήλικο άνδρα νεαρής ηλικίας (25-30 έτη) το ανάστημα του οποίου υπολογίσθηκε περίπου στα 170 cm. Στο άτομο αυτό παρατηρήθηκε στην άνω γνάθο του φατνίο για υπεράριθμο δόντι (5ος κοπτήρας στο μεσοδιάστημα της άνω γνάθου), υποπλασία αδαμαντίνης, τερηδονισμός, υποχώρηση του φατνιακού οστού των γνάθων καθώς και σημάδια που υποδηλώνουν σπονδυλοαρθρίτιδα.
Από το οικόπεδο Παπαβασιλείου μελετήθηκε οστεολογικό υλικό από 1 τάφο (τάφος Ι) και μια θέση πλησίον αυτού. Στον τάφο υπήρχαν ανθρώπινα και ζωικά οστά. Το ανθρωπολογικό υλικό αντιστοιχήθηκε σε 2 ενήλικα άτομα ένα αρσενικό (40 έτη) το ανάστημα του οποίου εκτιμήθηκε γύρω στα 170 cm ενώ το άλλο άτομο εκτιμήθηκε ως ενδιάμεσο - άρρεν (45-50 έτη) και το ανάστημα του οποίου υπολογίσθηκε στα 150 cm. Και στα δυο άτομα παρατηρήθηκαν σημάδια τερηδονισμού, τρυγίας, υποχώρησης φατνιακού οστού, προθανάτιας απώλειας δοντιών και σπονδυλαρθρίτιδας. Στον τάφο αυτό υπήρχε και 1 γομφίος από Bos taurus. Aκόμα, σε θέσεις κοντά στην ταφή βρέθηκε κρανίο που αντιστοιχήθηκε στο είδος Equus africanus asinus (γαϊδούρι) καθώς και τμήμα κάτω γνάθου από Bos taurus.
Από το οικόπεδο που φέρει την ονομασία Ασκληπιείο - Τσουκάρι μελετήθηκε ανθρωπολογικό και πανιδικό υλικό προερχόμενο από 1 τοίχο (Τοίχος Ι), 1 ταφή (τάφος VI) και θέση ανάμεσα τους. Στον τοίχο Ι υπήρχε ένα ενήλικο άτομο και ένα ακόμα στον τάφο VI όπου λόγω της φτωχής κατάστασης διατήρησης του υλικού δεν μπόρεσε να αντληθεί άλλη πληροφορία. Στη θέση ανάμεσα σε αυτά μελετήθηκε ανθρωπολογικό υλικό που αντιστοιχήθηκε σε 8 τουλάχιστον άτομα (4 ενήλικα και 4 ανήλικα), η φτωχή κατάσταση διατήρησης του υλικού δεν επέτρεψε τη εξαγωγή επιπλέον πληροφοριών. Από τα ενήλικα άτομα 2 εκτιμήθηκαν ως άρρεν και 1 ως θήλυ. Από τα ανήλικα άτομα 1 εκτιμήθηκε ως περιγεννετικής ηλικίας (λίγο πριν ή λίγο μετά τη γέννηση) και 3 ως παιδικά και εφηβικά. Το πανιδικό υλικό αντιστοιχήθηκε σε επίπεδο γένους σε Ovis ή Capra.
Τέλος, από το οικόπεδο Δούρου- Αναγνωστοπούλου μελετήθηκαν μόλις 4 κωδικοποιημένα δείγματα ανθρωπολογικού υλικού που αντιστοιχήθηκαν σε ένα τουλάχιστον ενήλικο άτομο.
|