Υδρογεωλογικές - γεωφυσικές έρευνες στον ευρύτερο χώρο της Πανεπιστημιούπολης Πατρών

Η παρούσα διπλωματική εργασία περιλαμβάνει την υδρογεωλογική και γεωφυσική μελέτη της Πανεπιστημιούπολης Πατρών στην περιοχή του Ρίου του νομού Αχαΐας. Η περιοχή μελέτης οριοθετείται από τους υδροκρίτες των λεκανών του ποταμού Χάραδρου στα δυτικά και του ποταμού Σέλεμνου στα ανατολικά. Το γεωλο...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Πολίτης, Μιχαήλ
Άλλοι συγγραφείς: Λαμπράκης, Νικόλαος
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2018
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/11228
Περιγραφή
Περίληψη:Η παρούσα διπλωματική εργασία περιλαμβάνει την υδρογεωλογική και γεωφυσική μελέτη της Πανεπιστημιούπολης Πατρών στην περιοχή του Ρίου του νομού Αχαΐας. Η περιοχή μελέτης οριοθετείται από τους υδροκρίτες των λεκανών του ποταμού Χάραδρου στα δυτικά και του ποταμού Σέλεμνου στα ανατολικά. Το γεωλογικό υπόβαθρο της περιοχής δομείται από τους σχηματισμούς της ζώνης Ωλονού-Πίνδου. Όμως στο μεγαλύτερο τμήμα καλύπτεται από τεταρτογενείς αποθέσεις, οι οποίες διακρίνονται σε: προσχωματικές αποθέσεις, χαλαρές αποθέσεις μικτών φάσεων, πρόσφατες αποθέσεις κοίτης και αλλουβιακά ριπίδια. Η γεωμορφολογία χαρακτηρίζεται από ανάπτυξη λοφωδών εξάρσεων που καταλήγουν σε μια στενή επιμήκη παραλιακή ζώνη με ήπιο ανάγλυφο και ομαλή κλίση προς την ακτογραμμή. Το υδρογραφικό δίκτυο αναπτύσσεται με τη μορφή ορμητικών χειμάρρων Β-Ν διεύθυνσης, μεγάλης στερεοπαροχής με αποτέλεσμα τη δημιουργία αλλουβιακών ριπιδίων κατά την έξοδο από την ανάντη ζώνη. Η τεκτονική της περιοχής χαρακτηρίζεται από τη δράση κανονικών ρηγμάτων Α-Δ διεύθυνσης με αποτέλεσμα την ανύψωση του νότιου τεμάχους και την ταπείνωση του βόριου τεμάχους κάτω από το επίπεδο της θάλασσας. Εξαιτίας τη γειτνίασης με τον Κορινθιακό κόλπο στα ανατολικά και της Ελληνικής διαύλου στα δυτικά η περιοχή χαρακτηρίζεται από έντονη σεισμικότητα. Το κλίμα της περιοχής χαρακτηρίζεται από ήπιους χειμώνες, άφθονες βροχοπτώσεις, μεγάλη ηλιοφάνεια και χαμηλά επίπεδα νέφωσης. Το μέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης της περιοχής έρευνας είναι 666,9mm, παρουσιάζοντας μια στατιστικά σημαντική τάση μείωσης με την πάροδο των χρόνων. Με βάση την εφαρμογή του ισοζυγίου Thornthwaite εκτιμήθηκε ότι η συνολική ετήσια δυνητική εξατμισοδιαπνοή ανέρχεται σε 936 mm, ενώ η πραγματική σε 499,4 mm. Τα κύρια υδροφόρα στρώματα στην περιοχή έρευνας εντοπίζονται εντός των τεταρτογενών σχηματισμών. Πρόκειται για σύγχρονες προσχώσεις, παλαιούς και νέους κώνους κορημάτων και δελταϊκές αποθέσεις που έχουν δημιουργηθεί από τις ποταμό-χειμαρρώδεις αποθέσεις. Από την μελέτη των πιεζομετρικών χαρτών που δημιουργήθηκαν για την περιοχή έρευνας προέκυψε πως η διεύθυνση ροής είναι ακτινωτή αποκλίνουσα με κυρτή πιεζομετρική επιφάνεια προς τη θάλασσα στο ανατολικό τμήμα και προς τον ποταμό Χάραδρο στο δυτικό. Η υδραυλική κλίση κυμαίνεται από 1,9%ο μέχρι 3,8%ο. Η ποιότητα του υπόγειου νερού, περιοχής έρευνας, όπως εκτιμήθηκε από την χημική ανάλυση των δειγμάτων νερού κρίνεται καλή. Ο χημικός τύπος που επικρατεί είναι: Ca-HCO3. Η Γεωφυσική έρευνα βασίστηκε στη μέθοδο της ηλεκτρικής τομογραφίας, για τον υπολογισμό της ειδικής ηλεκτρικής αντίστασης των σχηματισμών. Πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις σε τέσσερις παράλληλες διατομές με τις διατάξεις Wenner και Schlumberger. Η επεξεργασία των δεδομένων εκτελέστηκε με δύο διαφορετικά προγράμματα: το Res2dinv και το OasisMontaj. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία χαρτών κατανομής της ειδικής αντίστασης σε δύο διαστάσεις. Μέσω περεταίρω επεξεργασίας έγινε εφικτή η δημιουργία οριζόντιων κατόψεων και τρισδιάστατου μοντέλου κατανομής της ειδικής ηλεκτρικής αντίστασης. Μέσω παρατήρησης και ερμηνείας των γεωφυσικών αποτελεσμάτων εντοπίστηκε ο υδροφόρος ορίζοντας της περιοχής έρευνας, σε βάθος περίπου 40 μέτρων, εντός του σχηματισμού άμμων και χαλίκων.