Η εξέλιξη της υποξίας/ανοξίας ως αποτέλεσμα της γεωργικής δραστηριότητας & άλλων ανθρωπογενών πιέσεων στις ευρωπαϊκές θάλασσες

Σύμφωνα με τον Winsemius (1986) η αλληλεπίδραση μεταξύ επιστήμης και πολιτικής είναι συνεχής και γίνεται περισσότερο εμφανής όταν ένα περιβαλλοντικό ζήτημα βρίσκεται σε ώριμο στάδιο. Η αλληλεπίδραση αυτή εξελίσσεται σε τρεις φάσεις: (α) την φάση ανακάλυψης, όταν το ζήτημα αναγνωρίζεται ως πρόβλημα...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Αγγελή, Καλλιόπη
Άλλοι συγγραφείς: Ζαχαρίας, Ιερόθεος
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2018
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/11295
Περιγραφή
Περίληψη:Σύμφωνα με τον Winsemius (1986) η αλληλεπίδραση μεταξύ επιστήμης και πολιτικής είναι συνεχής και γίνεται περισσότερο εμφανής όταν ένα περιβαλλοντικό ζήτημα βρίσκεται σε ώριμο στάδιο. Η αλληλεπίδραση αυτή εξελίσσεται σε τρεις φάσεις: (α) την φάση ανακάλυψης, όταν το ζήτημα αναγνωρίζεται ως πρόβλημα, με κύρια επιστημονικά εργαλεία την έρευνα, τη συλλογή δεδομένων και την αξιολόγηση, β) την φάση λήψης αποφάσεων, κατά την οποία το πρόβλημα αποκτά πολιτικές διαστάσεις και η διαχείρισή του απαιτεί νομοθετικές παρεμβάσεις που ενισχύονται με περαιτέρω επιστημονική έρευνα και γ) την φάση της διαχείρισης, στο πλαίσιο της οποίας εφαρμόζονται οι πολιτικές αποφάσεις και οι πρακτικές διαχείρισης με κύρια εργαλεία την παρακολούθηση (συλλογή δεδομένων σε τακτική βάση) και την πρόβλεψη (μοντελοποίηση για την πρόβλεψη μελλοντικών τάσεων). Σύμφωνα με τα παραπάνω και αναφορικά με το πρόβλημα του ευτροφισμού, η πρώτη φάση αφορά την επιστημονική έρευνα που ξεκίνησε τη δεκαετία 1950 - 1960 και ανέδειξε την υποβάθμιση των ευρωπαϊκών θαλάσσιων οικοσυστημάτων ως αποτέλεσμα της ανθρωπογενούς θρεπτικής φόρτισης. Σύντομα, ο ευτροφισμός αναγνωρίστηκε από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) ως μείζον περιβαλλοντικό πρόβλημα. Ακολούθησε η δεύτερη φάση κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως βασικός φορέας λήψης αποφάσεων, ενέκρινε αρκετές οδηγίες και πολιτικές (π.χ. οδηγία για τη νιτρορύπανση, οδηγία για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων, οδηγία πλαίσιο για τα ύδατα, οδηγία για τη θαλάσσια στρατηγική, κλπ) και ταυτόχρονα, προγραμμάτισε και υλοποιεί αρκετά έργα και προγράμματα μέσω των Περιφερειακών Συμβάσεων και των γραμματειών τους (HELCOM στη Βαλτική, OSPAR στη Βόρεια Θάλασσα, τη Σύμβαση της Βαρκελώνης στη Μεσόγειο και τη Σύμβαση του Βουκουρεστίου στη Μαύρη Θάλασσα) που αποσκοπούν στην καταπολέμηση του ευτροφισμού και κατ΄ επέκταση της υποξίας. Σήμερα, το ζήτημα του ευτροφισμού βρίσκεται χρονικά στην τρίτη φάση, κατά την οποία βρίσκονται σε εξέλιξη αρκετές ερευνητικές δραστηριότητες παρακολούθησης και μοντελοποίησης του θαλάσσιου περιβάλλοντος, παρέχοντας μια σταθερή επιστημονική βάση πληροφόρησης στα κέντρα λήψης αποφάσεων για την βιώσιμη διαχείριση και προστασία του. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσεται και η παρούσα εργασία, η οποία συγκεντρώνει διαθέσιμα δεδομένα, εκθέσεις και αναφορές σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, προκειμένου να συγκρίνει τις αλλαγές που επήλθαν στη θρεπτική φόρτιση των θαλάσσιων οικοσυστημάτων της Ευρώπης, ύστερα από την υιοθέτηση και υλοποίηση δράσεων για την μείωσή της, με στόχο την αντιμετώπιση του ευτροφισμού και κατ’ επέκταση της υποξίας/ανοξίας. Ειδικότερα, μελετήθηκαν: η Βαλτική θάλασσα και τα παράκτια συστήματά της, τα στενά της Δανίας, η Βόρεια θάλασσα, η Ιρλανδική θάλασσα, ο κόλπος του Brest, η ακτή των Βάσκων, η Μεσόγειος θάλασσα, με ιδιαίτερη αναφορά στη λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού, τον Αμβρακικό Κόλπο και το Κατάκολο, τη Βόρεια Αδριατική θάλασσα και τη Μαύρη θάλασσα και εντοπίστηκαν οι περιοχές που παρουσίασαν βελτίωση ή επιδείνωση, ανάλογα με τον τρόπο που αυτές ανταποκρίθηκαν στην εξωτερική μείωση των θρεπτικών φορτίων. Η πραγματοποιηθείσα συγκριτική ανάλυση οδηγεί σε σημαντικά συμπεράσματα για τους τρόπους απόκρισης των οικοσυστημάτων στην μείωση των εισροών θρεπτικών στοιχείων, που οφείλονται εν πολλοίς στα διαφορετικά χαρακτηριστικά και λειτουργίες τους και συνάμα παρέχει την απαραίτητη πληροφόρηση για ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο δράσεων αντιμετώπισης της υποξίας/ανοξίας προσαρμοσμένων στις ιδιαιτερότητες του κάθε υδάτινου οικοσυστήματος.