Περίληψη: | Η διατριβή εντάσσεται στο πεδίο μελέτης των εκπαιδευτικών εφαρμογών των ΤΠΕ και έχει αντικείμενο τη χρήση Συστημάτων Διαχείρισης Μάθησης (ΣΔΜ) σε περιβάλλον μικτής μάθησης. Σκοπός της είναι η μελέτη της δραστηριότητας και των συνακόλουθων πρακτικών χρήσης που αναπτύσσουν φοιτητές όταν χρησιμοποιούν ΣΔΜ σε περιβάλλον μικτής μάθησης, με έμφαση στην επίλυση προβλήματος.
Η ενσωμάτωση ΣΔΜ στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ανέδειξε νέα μοντέλα σχεδιασμού και εφαρμογής μαθημάτων. Κυρίαρχη τάση από το 2002, αποτελεί η εφαρμογή της μικτής μάθησης, με πληθώρα ερευνών να εξετάζουν τις πολλαπλές και σύνθετες πτυχές της, κατά το σχεδιασμό και την εφαρμογή μαθημάτων (Picciano et al., 2014). Οι μελέτες αυτές παρέχουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την αξιολόγηση των ΣΔΜ. Τα ερωτήματα τα οποία απαντούν, αφορούν κυρίως τα προβλήματα, τα οποία προκύπτουν κατά τη μελέτη της δραστηριότητας και εστιάζονται είτε στις απόψεις των συμμετεχόντων είτε σε αντιφάσεις που αφορούν τα δευτερεύοντα στοιχεία της δραστηριότητας. Μεθοδολογικά, οι περισσότερες από αυτές τις μελέτες που χρησιμοποιούν τη Θεωρία Δραστηριότητας, εστιάζουν είτε σε ποιοτικές τεχνικές μελέτης, είτε μελετούν με ποσοτικές τεχνικές, δεδομένα περιορισμένου όγκου (Fleer, 2016). Η παρούσα διατριβή, εφαρμόζοντας μικτή μεθοδολογική προσέγγιση, που βασίζεται σε ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα που ερμηνεύονται στο πλαίσιο της θεωρίας δραστηριότητας, αποσκοπεί στο σχεδιασμό και τη βελτίωση της ποιότητας των μαθημάτων που κάνουν χρήση ΣΔΜ.
Ειδικότερα, η διατριβή επιδιώκει α) στη διατύπωση ενός μοντέλου περιγραφής και ανάλυσης της δραστηριότητας ενός «αυθεντικού» περιβάλλοντος μάθησης σε πανεπιστημιακό επίπεδο που χρησιμοποιεί ΣΔΜ, με έμφαση στις πρακτικές χρήσης και στους παράγοντες που τις διαμορφώνουν, και β) στην ανάπτυξη ενός καινοτόμου παιδαγωγικού μοντέλου οργάνωσης ακαδημαϊκών μαθημάτων σε ΣΔΜ που χρησιμοποιεί μικτό μοντέλο μάθησης. Βασικός άξονας του μοντέλου είναι η επίλυση προβλήματος. Η ανάπτυξη των εν λόγω μοντέλων θα επιχειρηθεί κάτω από το πρίσμα των κοινωνικό-πολιτισμικών θεωριών για τη διδασκαλία και τη μάθηση και ειδικότερα το πλαίσιο της Θεωρίας της Δραστηριότητας (Leontiev, 1978).
Τα υποκείμενα που συμμετείχαν στην έρευνα, ήταν 335 φοιτήτριες του Τμήματος Επιστήμων της Εκπαίδευσης και της Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία (ΤΕΕΑΠΗ), οι οποίοι συμμετείχαν σε κατάλληλα οργανωμένο μάθημα, κατά τη διάρκεια τριών ετών. Η αναδιαμόρφωση του μαθήματος διήρκησε έξι μήνες, ενώ για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιούνται τα αρχεία καταγεγραμμένων ενεργειών χρήστη (log files), ένα τελικό ερωτηματολόγιο αξιολόγησης του μαθήματος και οι εργασίες των φοιτητών (4500 περίπου φύλλα εργασίας). Επίσης χρησιμοποιήθηκε η εθνογραφία με τη συμμετοχική παρατήρηση (η ερευνήτρια για τρία έτη δίδαξε οκτώ εργαστηριακά τμήματα τα οποία διαρκούσαν δυο ώρες το καθένα, για 11-13 εβδομάδες) και η ατομική συνέντευξη.
Για την ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιούνται διαφορετικές τεχνικές, ανάλογα με το ερευνητικό ερώτημα που επιχειρείται κάθε φορά να απαντηθεί. Αξιοποιούνται διερευνητική και επιβεβαιωτική στατιστική ανάλυση, ενώ για την ερμηνεία των αποτελεσμάτων δημιουργείται και εφαρμόζεται κατάλληλο εννοιολογικό μοντέλο, το οποίο βασίζεται στη Θεωρία της Δραστηριότητας.
Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων προκύπτει ότι η επίδοση των φοιτητών σχετίζεται με τις απόψεις τους για το ΣΔΜ και τις πρακτικές που αναπτύσσουν σε σχέση με αυτό. Από την ερμηνεία των αποτελεσμάτων με την εφαρμογή της Θεωρίας της Δραστηριότητας φαίνεται ότι τα προβλήματα που προέκυψαν από την εφαρμογή του μαθήματος, αφορούν κυρίως την αντίσταση των φοιτητών να εργαστούν καθόλη τη διάρκεια του εξαμηνιαίου μαθήματος.
|