Κλινική μελέτη της μη αλκοολικής στεατοηπατίτιδας

Εισαγωγή: Η μη αλκοολική νόσος του ήπατος είναι η συχνότερη νόσος του ήπατος στο δυτικό πληθυσμό λόγω των αυξημένων ποσοστών παχυσαρκίας. Σχετίζεται με αυξημένη νοσηρότητα διότι συνυπάρχει με σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, και καρδιαγγειακές παθήσεις. Είναι ασυμπτωματική νόσος έχει ευρύ φάσμα ιστολογικ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Αρβανίτη, Βασιλική
Άλλοι συγγραφείς: Θωμόπουλος, Κωνσταντίνος
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2018
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/11604
Περιγραφή
Περίληψη:Εισαγωγή: Η μη αλκοολική νόσος του ήπατος είναι η συχνότερη νόσος του ήπατος στο δυτικό πληθυσμό λόγω των αυξημένων ποσοστών παχυσαρκίας. Σχετίζεται με αυξημένη νοσηρότητα διότι συνυπάρχει με σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, και καρδιαγγειακές παθήσεις. Είναι ασυμπτωματική νόσος έχει ευρύ φάσμα ιστολογικών αλλοιώσεων που κυμαίνεται από την απλή στεάτωση, τη στεατοηπατίτιδα και μπορεί να εξελιχθεί σε κίρρωση του ήπατος ή και ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα. Ενώ η απλή στεάτωση είναι μια μη εξελικτική διαδικασία, η μη αλκοολική στεατοηπατίτιδα μπορεί να εξελιχθεί σε κίρρωση του ήπατος και ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα. Υπολογίζεται πως το 20-30% του δυτικού πληθυσμού έχουν μη αλκοολική νόσο του ήπατος ενώ στεατοηπατίτιδα έχει το 2-3% με Σκοπός της μελέτης μας: Να ερευνήσουμε τα επίπεδα αντιπονεκτίνης σε ένα πληθυσμό ασθενών με μη αλκοολική νόσο του ήπατος, να δούμε εάν υπάρχουν διαφορές στα επίπεδα αντιπονεκτίνης σε ασθενείς με διαφορετικό τύπο μη αλκοολικής λιπώδους νόσου και να διερευνήσουμε τη συσχέτιση μεταξύ επιπέδων αντιπονεκτίνης και στεάτωσης, νεκροφλεγμονώδους δραστηριότητας και ίνωσης σε αυτούς τους ασθενείς. Υλικό και μέθοδος: 43 ασθενείς με αυξημένα ηπατικά ένζυμα και ιστολογικά μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος και 38 ασθενείς με φυσιολογικά ένζυμα και απεικονιστικά λιπώδες ήπαρ συμμετείχαν στη μελέτη μας. Οι ασθενείς με ιστολογικά μη αλκοολική λιπώδη νόσο χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες: 25 ασθενείς με μη αλκοολική στεατοηπατίτιδα και 18 ασθενείς με απλή στεάτωση. Μετρήθηκαν τα επίπεδα αντιπονεκτίνης ορού με ELISA καθώς και ο δείκτης μάζας σώματος, τα επίπεδα γλυκόζης νηστείας, ολική και HDL χοληστερόλη, τριγλυκερίδια και η αντίσταση στην ινσουλίνη. Αποτελέσματα : Οι ομάδες δεν είχαν διαφορές όσον αφορά την ηλικία, τον δείκτη μάζας σώματος, την περιφέρεια μέσης, και την αντίσταση στην ινσουλίνη. Οι ασθενείς με επιβεβαιωμένη ιστολογικά στεατοηπατίτιδα είχαν στατιστικά χαμηλότερα επίπεδα αντιπονεκτίνης ορού σε σχέση με ασθενείς με στεάτωση και παθολογικά ένζυμα (6.6±4.7 μg/ml vs 10.8±5.6 μg/ml, p=0.01) και σε σχέση με ασθενείς με φυσιολογική ηπατική βιοχημεία (6.6±4.7 μg/ml vs 9.2±4.8 μg/ml, p=0.01). Δε διαπιστώθηκε συσχέτιση των επιπέδων αντιπονεκτίνης με το βαθμό της ίνωσης και της στεάτωσης, καθώς και με το δείκτη μάζας σώματος, τα επίπεδα τρανσαμινασών και την αντίσταση στην ινσουλίνη. Συμπέρασμα: Μόνο οι ασθενείς με μη αλκοολική στεατοηπατίτιδα έχουν χαμηλότερα επίπεδα αντιπονεκτίνης ορού σε σχέση με ασθενείς με απλή στεάτωση. Τα επίπεδα αντιπονεκτινης δε συσχετίστηκαν με το βαθμό της στεάτωσης και της ίνωσης.