Περίληψη: | Σκοπός της μελέτης ήταν να καθορισθεί εάν η μονοθεραπεία με
σιπροφλοξασίνη σε υψηλές δόσεις (400 mg x 3φορές/ημέρα ενδοφλεβίως),
είναι αποδεκτή ως αρχική εμπειρική αντιμικροβιακή θεραπεία σε εμπύρετα
επεισόδια ουδετεροπενικών ασθενών με αιματολογικά νοσήματα σε σχέση με
τον καθιερωμένο συνδυασμό κεφταζιντίμης+αμικασίνης, και επιπρόσθετα να
διερευνηθεί εάν η χορήγηση σιπροφλοξασίνης από του στόματος (750 mg x
2 φορές/ημέρα) μπορεί αποτελεσματικά να υποκαταστήσει την ενδοφλέβια
χορήγηση 72 ώρες μετά την έναρξη αυτής.
Σε προοπτική τυχαιοποιημένη μελέτη μελετήθηκαν συνολικά 123
εμπύρετα ουδετεροπενικά επεισόδια, σε 61 από τα οποία χορηγήθηκε
σιπροφλοξασίνη και σε 62 ο συνδυασμός κεφταζιντίμης+αμικασίνης. Επί του
συνόλου σε 96 (78,1%) η υποκείμενη νόσος ήταν οξεία λευχαιμία, σε 24
(19,5%) μη-Hodgkin λέμφωμα και σε 3 (2,4%) απλαστική αναιμία.
Επιτυχής κλινική ανταπόκριση στο τέλος της θεραπείας χωρίς
τροποποίηση αυτής παρατηρήθηκε σε 30/61 (49,2%) επεισόδια στην ομάδα
της σιπροφλοξασίνης και σε 31/62 (50%) στην ομάδα της
κεφταζιντίμης+αμικασίνης (p=1,00). Σε 40/61 (65,6%) επεισόδια στην
ομάδα της σιπροφλοξασίνης η ενδοφλέβια θεραπεία αντικαταστάθηκε με από
του στόματος μετά από 4,3±069 ημέρες, με επιτυχή ανταπόκριση στο
75%(30/40) αυτών. Επί του συνόλου των επεισοδίων στις μικροβιολογικά
αποδεδειγμένες λοιμώξεις κυριαρχούσαν οι Gram-θετικοί μικροοργανισμοί
σε ποσοστό 56,8%, ενώ οι Gram-αρνητικοί αποτελούσαν το 43,2%. Η
ανταπόκριση στην θεραπεία με σιπροφλοξασίνη στις μικροβιολογικά
αποδεδειγμένες λοιμώξεις (βακτηριαιμίες και άλλες λοιμώξεις) ήταν 40,0%,
στις κλινικά αποδεδειγμένες λοιμώξεις 50% και στα επεισόδια πυρετού
αγνώστου αιτιολογίας 55,2%, έναντι 41,2%, 43,8% και 58,6% αντίστοιχα
στην δεύτερη ομάδα. Ειδικότερα στις βακτηριαιμίες από gram-θετικά
παθογόνα επιτυχής έκβαση παρατηρήθηκε στο 20% των επεισοδίων στην
ομάδα της σιπροφλοξασίνης και στο 12,5% στην ομάδα του συνδυασμού.
Στη διάρκεια της μελέτης παρατηρήθηκαν 6 επιλοιμώξεις μόνο στην
ομάδα της σιπροφλοξασίνης και 4 επαναλοιμώξεις μόνο στην ομάδα του
συνδυασμού κεφταζιντίμης/αμικασίνης, (p=0,006). Οι επιλοιμώξεις ήταν δύο
μυκητιασικές πνευμονίες, μια λοίμωξη ουροποιητικού από P. aeruginosa, και
τρεις βακτηριαιμίες από P. Aeruginosa, St. viridans και Enterococcus spp..
Οι επαναλοιμώξεις αφορούσαν δύο βακτηριαιμίες μία από P. aeruginosa και μια από St. Aureus, μία λοίμωξη ουροποιητικού από E. coli και μία
γαστρεντερίτιδα από Ε. faecalis. Ο αριθμός των θανάτων στις πρώτες 72
ώρες ήταν 2 για την ομάδα της σιπροφλοξασίνης και 1 για την ομάδα
κεφταζιντίμης+αμικασίνης. Επιπλέον 11 ασθενείς ακόμη (7 vs 4, p=0,363)
κατέληξαν στη φάση της ουδετεροπενίας. Επί του συνόλου 12/14 θανάτους
οφείλονταν σε λοίμωξη.
Από τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων προκύπτει ότι η
παρατεταμένη και σοβαρή ουδετεροπενία αποτελεί σημαντικό παράγοντα για
την ανταπόκριση στη θεραπεία. Στην ομάδα της σιπροφλοξασίνης
ουδετεροπενία με ουδετερόφιλα <100/μl για περισσότερο από 14 ημέρες
επηρεάζει εξαιρετικά ισχυρά την ανταπόκριση στη θεραπεία (p=0,003), ενώ
στην ομάδα του συνδυασμού κεφταζιντίμης+αμικασίνης η διαφορά αυτή,
παρότι υπάρχει, δεν εμφανίζεται στατιστικά σημαντική (p=0,07). Με
ανάλυση λογαριθμικής παλινδρόμησης καθορίσθηκαν παράγοντες που κατά
την έναρξη του εμπυρέτου επεισοδίου και την διάρκεια αυτού ασκούν
σημαντική επίδραση στην ανταπόκριση στη θεραπεία, και επομένως είναι
δυνατόν να χαρακτηρίσουν τον ασθενή ως “χαμηλού κινδύνου” για την
εμφάνιση επιπλοκών. Θετική επίδραση στην ανταπόκριση στη θεραπεία κατά
την έναρξη του πυρετού έχουν η απουσία κλινικής λοίμωξης, ο αριθμός των
ουδετεροφίλων >100/μl, η αιματολογική κακοήθεια σε ύφεση, το διάστημα
από την προηγηθείσα αντινεοπλασματική χημειοθεραπεία να είναι > από 10
ημέρες από την έναρξη αυτής και το περιβάλλον εμφάνισης της λοίμωξης να
είναι αυτό της κοινότητας (εξωνοσοκομειακή λοίμωξη). Κατά τη διάρκεια του
επεισοδίου οι παράγοντες αυτοί είναι η άνοδος των ουδετεροφίλων >100/μl
και >500/μl, η διάρκεια της ουδετεροπενίας <100/μl να είναι <14ημέρες,
καθώς και η διάρκεια της ουδετεροπενίας <500/μl να είναι επίσης
<14ημέρες. Τέλος αναλύοντας τα επεισόδια με ουδετερόφιλα <100/μl για
περισσότερο από 14ημέρες είχαν 2,75 φορές πιθανότητα επιτυχούς
έκβασης εάν έπαιρναν το συνδυασμό κεφταζιντίμης+αμικασίνης (p=0,038,
odds ratio=2,75). Ανεπιθύμητες ενέργειες παρατηρήθηκαν σε 9/61 (14,7%)
επεισόδια της ομάδας της σιπροφλοξασίνης και σε 10/62 (16,1%) της
ομάδας κεφταζιντίμης+αμικασίνης (p=1,00), χωρίς να απαιτηθεί σε κανένα
διακοπή της θεραπείας.
Συμπερασματικά φαίνεται ότι η μονοθεραπεία με υψηλές δόσεις
σιπροφλοξασίνης είναι εξ’ ίσου αποτελεσματική και ασφαλής με τον
καθιερωμένο συνδυασμό κεφταζιντίμης+αμικασίνης, ως εμπειρική θεραπεία
ουδετεροπενικών ασθενών “χαμηλού κινδύνου” με πυρετό. Επιπρόσθετα
στους ασθενείς που ανταποκρίθηκαν, έχει το πλεονέκτημα της από του
στόματος χορήγησης για τη συμπλήρωση της αγωγής, ενώ συγχρόνως
στερείται νεφροτοξικότητας και ωτοτοξικότητας. Παρόλα αυτά ιδιαίτερα σημαντικό είναι κατά την επιλογή της εμπειρικής αντιμικροβιακής
θεραπείας, να λαμβάνεται υπόψη το μικροβιακό φάσμα που επικρατεί και η
ανθεκτικότητα των μικροοργανισμών που απομονώνονται στο συγκεκριμένο
νοσοκομείο.
|