Περίληψη: | Η διδακτορική διατριβή αποτελείται, πέραν της Εισαγωγής, από τρία μέρη. Το πρώτο αφορά στη σχολάρεια Ars vetus, το δεύτερο αφορά στη σχολάρεια Ars nova, ενώ το τρίτο περιλαμβάνει κριτική έκδοση του Υπομνήματος του Σχολάριου στο αριστοτελικό Περί ἑρμηνείας.
Η Εισαγωγή αποτελείται από τρία κεφάλαια. Στο πρώτο δίνονται γενικές πληροφορίες για την πρώιμη ενασχόληση του Σχολάριου με τη φιλοσοφία, τους δασκάλους του και τα πρώτα του βήματα στον υπομνηματισμό και τη συγγραφή φιλοσοφικών έργων. Τα στοιχεία για τα δύο πρώτα θέματα προέρχονται από αυτοβιογραφικές αναφορές του. Για το τρίτο ζήτημα, εντοπίζονται χειρόγραφα που περιέχουν σχόλιά του πάνω σε έργα άλλων βυζαντινών συγγραφέων. Συγκεκριμένα, στους κώδικες Par.gr. 1928, Plut. 86.19 και Vat.gr. 115 υπάρχουν σχόλια του Σχολάριου επί αριστοτελικών έργων αλλά και κριτικά σχόλια επί βυζαντινών υπομνημάτων σε αριστοτελικά έργα.
Ο Σχολάριος άρχισε να γράφει φιλοσοφικά έργα περί το 1430/31. Πρόκειται κυρίως για μεταφράσεις Λατίνων υπομνηματιστών αριστοτελικών έργων. Η προβολή της αξίας των έργων των Δυτικών σε συνδυασμό με την έντονη κριτική του σε αντίστοιχα έργα Βυζαντινών τον διαφοροποιεί με τρόπο χαρακτηριστικό από τους λόγιους της εποχής του.
Στο δεύτερο κεφάλαιο δίνονται πληροφορίες για τη διδακτική δραστηριότητα του Σχολάριου, τους μαθητές του και τα μαθήματα που προσέφερε. Παρόλο που οι πληροφορίες ως προς αυτά τα θέματα είναι περιορισμένες, εντοπίζονται με προσοχή ορισμένα στοιχεία από έργα του και επιστολές του προς μαθητές του.
Στο τρίτο κεφάλαιο περιγράφονται τα θέματα στα οποία επικεντρώνεται η διατριβή, τα προβλήματα που αναδύθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας και τα νέα ευρήματα. Ως προς το πρώτο ζήτημα, τη θεματολογία, εξετάζονται τα Υπομνήματα του Σχολάριου στη Λογική του Αριστοτέλη δηλαδή: α) Προλεγόμενα στη Λογική και στην Εἰσαγωγήν του Πορφυρίου, β) Υπόμνημα στις Κατηγορίες, γ) Υπόμνημα στο Περὶ ἑρμηνείας, δ) η σχολάρεια μετάφραση του De sex principiis του ψ.-Gilbertus Porretanus, ε) η μετάφραση του ψ.-θωμικού De fallaciis, στ) η μετάφραση μέρους του έργου του Petrus Hispanus Tractatus (olim Summulae logicales) και ζ) ένα σύντομο κείμενο που απέστειλε ο Σχολάριος στον μαθητή του Ιωάννη Περὶ συλλογισμοῦ.
Ακολουθεί έκθεση των ατελειών και των προβληματικών πτυχών της παλαιάς έκδοσης των Υπομνημάτων από τον Μ. Jugie. Τα προβλήματα αυτά αφορούν κυρίως στα χειρόγραφα, τις πηγές και, πιθανότατα, στη χρονολόγηση του έργου. Γίνεται επανέλεγχος των χειρογράφων και επανεξετάζεται εξ αρχής το θέμα των γραφέων, της σημαντικότητας των διαφορών μεταξύ τους και της σπουδαιότητας των χειρογράφων που περιέχουν τα συγκεκριμένα έργα του Σχολάριου. Καταδεικνύεται η σπουδαιότητα του ζητήματος των πηγών, με το οποίο ο Jugie δεν ασχολήθηκε σχεδόν καθόλου, και γίνεται προσπάθεια ακριβέστερης χρονολόγησης βάσει στοιχείων που αντλούνται κυρίως από αναφορές του Σχολάριου στην προλογική (των Υπομνημάτων του στην Ars vetus) αφιερωματική επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και από τη συγγραφική του δραστηριότητα κατά τη συγκεκριμένη περίοδο.
2. Α΄ μέρος: Σχολάριος και Ars vetus
Το πρώτο μέρος αποτελείται από δύο κεφάλαια. Στο πρώτο εξετάζονται τα χειρόγραφα, ενώ στο δεύτερο η μέθοδος συγγραφής των Υπομνημάτων στην Ars vetus. Το πρώτο κεφάλαιο περιλαμβάνει Εισαγωγή, περιγραφή των χειρογράφων και συμπεράσματα. Το δεύτερο κεφάλαιο επικεντρώνεται στα μεταφραστικά προβλήματα και τη μέθοδο και τη δομή των Υπομνημάτων γενικά, ενώ στη συνέχεια δίνεται λεπτομερής περιγραφή των πηγών και της δομής κάθε έργου (Εισαγωγή, Κατηγορίαι, Περί ερμηνείας) ξεχωριστά. Τέλος, δίνονται τα συμπεράσματα.
Η Εισαγωγή του πρώτου κεφαλαίου επικεντρώνεται στα χειρόγραφα που σώζουν το έργο, και κυρίως σε αυτά που αποτέλεσαν τη βάση της έκδοσης του Jugie και της παρούσης, δηλαδή τους κώδικες Vat.gr. 2223 (V), Barb.gr. 124 (B), Par.gr. 1941 (P) και Mut. α.Τ.9.13 (M). Αρχικά, εξετάζονται οι κώδικες παλαιογραφικά. Όπως δείχνεται, η άποψη του Jugie ότι και οι τέσσερις αυτοί κώδικες αποτελούν αυτόγραφα του Σχολάριου δεν ευσταθεί. Η γραφολογική σύγκριση των κωδίκων στηρίχτηκε σε αυτόγραφα του Σχολάριου που φέρουν την υπογραφή του (όπως ο κώδικας Vat.gr. 433, ο κώδικας Par.gr. 1289 και ο κώδικας Vat. gr. 115). Η σύγκριση αυτή αποτυπώνεται σε πίνακες, οι οποίοι περιέχουν τις γραφές γραμμάτων και συμπλεγμάτων που εμφανίζονται στους συγκρινόμενους γραφείς με μεγάλη συχνότητα, ώστε να ορίζουν με βεβαιότητα τον γραφικό χαρακτήρα του καθενός, διαφοροποιώντας τον με ασφάλεια από τους άλλους. Από τη σύγκριση αυτή προκύπτουν τα ακόλουθα αποτελέσματα.
α) Ο V αποτελεί το μοναδικό χειρόγραφο που έχει γραφτεί εξ ολοκλήρου από τον Σχολάριο.
β) Στο βασικό κείμενο του Β διακρίνονται δύο γραφείς: ο Σχολάριος, που γράφει μόνο τα fol. 40r3-27 και 186r1‒27 και διορθώσεις και συμπληρώσεις στα περιθώρια, και ένας άγνωστος γραφέας, ο οποίος γράφει το υπόλοιπο κείμενο. Όπως προκύπτει, ο Β αποτελεί ένα καθαρογραμμένο αντίγραφο του V, το οποίο ενσωματώνει τις προσθήκες και διορθώσεις των περιθωρίων του V στο βασικό κείμενό του. Οι εκ νέου διορθώσεις από το χέρι του Σχολάριου τον καθιστούν μια βελτιωμένη έκδοση του κειμένου του V. Τα στοιχεία αυτά καθιστούν απαραίτητη τη συμπερίληψή του στη νέα κριτική έκδοση.
γ) Ο Ρ δεν αποτελεί αυτόγραφο του Σχολάριου. Στη διαπίστωση αυτή προέβη ο Harlfinger το 1971, αποδίδοντας το χειρόγραφο στον Ανώνυμό του 18. Στον Σχολάριο ανήκει το f. 146r-v, το οποίο όμως δεν αφορά στο Υπόμνημά του στην Ars vetus. Ο έλεγχος έδειξε επίσης πως στον κώδικα υπάρχουν αυτόγραφες σημειώσεις του Σχολάριου που δεν υπάρχουν στα υπόλοιπα χειρόγραφα, καθώς και συμπληρώσεις παραλείψεων λόγω ομοιοτέλευτων. Τα στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι γράφτηκε κατ’ εντολήν του Σχολάριου.
δ) Ο Μ δεν αποτελεί αυτόγραφο του Σχολάριου. Παρόλο που ο Harlfinger απέδωσε και αυτόν στον Ανώνυμό του 18, ο νέος έλεγχος που πραγματοποιήθηκε από την υποψήφια έδειξε ότι ο M έχει γραφτεί από δύο γραφείς και ότι ο δεύτερος γραφέας δεν ταυτίζεται με τον γραφέα του Ρ. Παρόλο που ο κώδικας αποτελεί ένα ολοκληρωμένο εγχειρίδιο της αριστοτελικής Λογικής βασισμένο κυρίως σε έργα του Σχολάριου, δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο που να τον συνδέει άμεσα με αυτόν.
Ακολουθεί περιγραφή των χειρογράφων. Για τις περιγραφές αυτές πραγματοποιήθηκε αυτοψία για τους V, P και B, ενώ ελήφθησαν υπόψη οι ήδη υπάρχουσες περιγραφές. Καταγράφονται οι γενικές πληροφορίες για κάθε κώδικα (μέγεθος, αριθμός φύλλων, αρίθμηση κ.λπ.), τα υδατόσημα και τα περιεχόμενα. Εντοπίζονται και καταγράφονται σε πίνακες οι διορθώσεις και προσθήκες των περιθωρίων, ώστε να καθοριστεί η σειρά συγγραφής του καθενός και η μεταξύ τους σχέση. Με τον τρόπο αυτόν αποκαλύπτεται και η εξέλιξη του κειμένου από την πρώτη ως την τελευταία του μορφή. Προκειμένου για τον Μ, δίνεται λεπτομερής περιγραφή των περιεχομένων του, από την οποία προκύπτουν νέα στοιχεία: κεφάλαια που αποδίδονταν στον Νικηφόρο Βλεμμύδη (και από τον γραφέα και από τους σύγχρονους μελετητές του χειρογράφου) αποδεικνύεται ότι ανήκουν στον Γεώργιο Παχυμέρη.
Στα συμπεράσματα δίνεται στέμμα κωδίκων, από το οποίο προκύπτει, όσον αφορά στους τέσσερις βασικούς κώδικες, ότι ο Β έχει αντιγραφεί από τον V, ο Ρ από τον Β, ενώ ο Μ από τους Ρ και V. Ολοκληρωμένο κείμενο προκύπτει από τη μελέτη των V, Β και Ρ. Ο Μ παρουσιάζει αρκετά κενά στο κείμενό του και δεν φαίνεται να σχετίζεται άμεσα με τον Σχολάριο. Για τον λόγο αυτό, δεν περιλαμβάνεται στην νέα έκδοση του Υπομνήματος του Σχολάριου στο Περὶ ἑρμηνείας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο αρχικά δηλώνονται τα μεταφραστικά προβλήματα που σχετίζονται με τα τρία αυτά Υπομνήματα του Σχολάριου. Εντοπίζονται τα κενά που αφήνει στα κείμενά του και οι δυσκολίες που φαίνεται πως αντιμετώπισε ως προς την κατανόηση και την ελληνική απόδοση συγκεκριμένων φιλοσοφικών όρων.
Στη συνέχεια σκιαγραφούνται η μέθοδος και η δομή των Υπομνημάτων του με βάση τα Υπομνήματα τα ίδια αλλά και την περιγραφή του ίδιου του Σχολάριου στην προλογική του επιστολή προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Η επιστολή περιλαμβάνει πέντε ενότητες. Στην πρώτη εξηγεί τους λόγους της αφιέρωσης του έργου στον Παλαιολόγο. Στη δεύτερη εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο κινήθηκε προκειμένου να συλλέξει το υλικό του: επέλεξε Λατίνους συγγραφείς, διότι θεωρούσε τη δουλειά τους περισσότερο εμπεριστατωμένη από τα αρχαιοελληνικά, τα βυζαντινά και τα αραβικά υπομνήματα. Στην τρίτη αναφέρεται στις αρνητικές αντιδράσεις των συγχρόνων του Βυζαντινών και καταγράφει τις προσδοκίες για την απήχηση του έργου του. Στο τέταρτο αναλύει τη μέθοδο που ακολούθησε: καταγράφει και αξιολογεί διαφορετικές ερμηνευτικές απόψεις, αλλά πρωτίστως στοχεύει στην ακρίβεια, τη συντομία και τη σαφήνεια. Επίσης, εξηγεί τη δομή των έργων του. Συγκεκριμένα, χωρίζει το κείμενό του σε Ἀναγνώσεις. Των Ἀναγνώσεων προτάσσεται προθεωρία, ακολουθεί ἡ τοῦ γράμματος διαίρεσις γενικῶς, και στη συνέχεια διαιρεῖται τὸ γράμμα εἰδικῶς καὶ ἑρμηνεύεται. Σε ορισμένες περιπτώσεις τίθενται ζητήματα: θέτει το πρόβλημα, καταγράφει τα επιχειρήματα, διατυπώνει τη σωστή θέση και ανασκευάζει τα αντεπιχειρήματα. Τέλος, ζητά εκ των προτέρων από τον Παλαιολόγο να τον υπερασπίσει απέναντι σε όσους στραφούν εναντίον του λόγω των καινοτομιών του Υπομνήματός του.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, ενώ οι βασικές πηγές του Σχολάριου είναι όντως λατινικές, ο ίδιος δεν τις κατονομάζει σε καμία περίπτωση. Αν και αναφέρεται κάποιες φορές στον Ακυινάτη και τον Radulphus Brito, δεν τους αναφέρει ποτέ ως πηγές του.
Ως προς τα Προλεγόμενα στη Λογική και στην Εἰσαγωγήν του Πορφύριου, βασική πηγή του αποτελεί ο Radulphus Brito, ενώ δευτερεύουσα ο Θωμάς Ακυινάτης και τουλάχιστον ένας ακόμα, προς το παρόν μη αναγνωρισμένος, Λατίνος υπομνηματιστής. Δίνεται πίνακας με τις πηγές και τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται από τον Σχολάριο οι παραπάνω πηγές. Ως προς τη δομή, το έργο χωρίζεται σε 17 Αναγνώσεις και 2 Μέρη.
Η δομή του Υπομνήματος του Σχολάριου στις Κατηγορίες διαφοροποιείται από αυτήν των συγχρόνων του. Το κείμενό του χωρίζεται σε 18 Αναγνώσεις. Η πρώτη Ανάγνωση αποτελεί τα Προλεγόμενα στο έργο. Βάσει των οκτώ ελληνικών Υπομνημάτων –πλην του Σχολάριου- που σώζονται, είτε εκδεδομένες (του Αμμώνιου, του Σιμπλίκιου, του Ηλία, του Ολυμπιόδωρου, του Φιλόπονου και του Δέξιππου) είτε μόνο σε χειρόγραφα (των Αρέθα, Ψελλού και Ιωσήφ Φιλάγριου, η μελέτη των οποίων πραγματοποιήθηκε με βάση τα χειρόγραφα Urb.gr. 35, Bodl.Bar. 87 και Bibl. Ang.gr. 30 αντίστοιχα), παρατηρείται ένα τυπικό ως προς τη σύνταξη του προοιμίου και των προλεγομένων του έργου. Συγκεκριμένα, συζητούνται δέκα θέματα: οι φιλοσοφικές ‘αιρέσεις’, η διαίρεση των αριστοτελικών έργων, η σειρά με την οποία πρέπει να μελετώνται τα αριστοτελικά έργα, η χρησιμότητα της αριστοτελικής φιλοσοφίας, ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται τα έργα μεταξύ τους, ποιος πρέπει να τα διδάσκει, ποιος πρέπει να είναι μαθητής, ποιο το ύφος του Αριστοτέλη, ποιος ο λόγος για τον οποίο φαίνεται ο Αριστοτέλης να γράφει με τρόπο ασαφή, ποια στοιχεία πρέπει να αναλύονται στα αριστοτελικά έργα (ο σκοπός, η χρησιμότητα, ο τίτλος, η γνησιότητα, η δομή και η διαίρεση σε κεφάλαια). Ο Σχολάριος, αν και συζητά κάποια από αυτά τα θέματα (επικεντρωνόμενος στο συγκεκριμένο έργο και όχι σε ολόκληρη την αριστοτελική φιλοσοφία), το κάνει ακολουθώντας το λατινικό πρότυπο: α) επαναλαμβάνει περιληπτικά όσα ανέλυσε στην Εἰσαγωγήν του Πορφύριου περί λογικής και περί των τριών ενεργειών του νου, β) αναζητά τα τέσσερα αίτια του έργου, δηλ. το ὑλικόν (το ὑποκείμενον του βιβλίου), το ποιητικόν (το γνήσιον), το τελικόν (τον σκοπόν) και το εἰδικόν (το εἶδος τῆς πραγματείας), ενώ γ) ακολουθεί διαίρεση του βιβλίου σε κεφάλαια και διευκρίνηση ορισμένων σημείων της ίδιας της θεματικής του βιβλίου.
Το Υπόμνημα στις Κατηγορίες αποτελεί μετάφραση ενός μεγάλου μέρους του Υπομνήματος κάποιου μη ταυτισμένου ακόμα Λατίνου συγγραφέα και ενός επίσης μεγάλου μέρους του Υπομνήματος του Radulphus Brito. Δίνεται πίνακας στον οποίο φαίνεται ο τρόπος με τον οποίο αξιοποίησε ο Σχολάριος τις πηγές του.
Άλλη μία επιρροή που δέχτηκε ο Σχολάριος από τους Λατίνους ήταν η μελέτη της πραγματείας De sex principiis του ψ.-Gilbertus Porretanus, η μετάφραση της οποίας σώζεται μόνο στον M. Ο Σχολάριος μετέφρασε το συγκεκριμένο έργο ακολουθώντας την Σχολαστική πρακτική το έργο αυτό να διδάσκεται μαζί με τις Κατηγορίες. Πρόκειται για μετάφραση λέξη προς λέξη, χωρίς προσθήκες ή παραλείψεις.
Το Υπόμνημα στο Περὶ ἑρμηνείας αποτελεί σύνθεση διαφόρων (λατινικών, κυρίως) πηγών με τρόπο περίτεχνο. Ο Σχολάριος ακολουθεί κατά βήμα τη δομή και τη μέθοδο που ανήγγειλε στην προλογική του επιστολή. Χρησιμοποιεί τουλάχιστον πέντε διαφορετικά λατινικά υπομνήματα και δύο ελληνικά, ενώ παρατηρούνται και δικές του προσθήκες, οι οποίες αναγνωρίζονται εύκολα λόγω της ελληνικότητας της σύνταξης και του λεξιλογίου που χρησιμοποιείται. Φροντίζει για τη συντομία (συνοψίζοντας παραγράφους ή ακόμα και κεφάλαια των πηγών του), την ακρίβεια και τη σαφήνεια των γραφομένων του.
Οι ελληνικές πηγές διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) παραπομπές σε Έλληνες ερμηνευτές του Αριστοτέλη οι οποίες υπάρχουν ήδη στα κείμενα που μεταφράζει και β) προσωπικές προσθήκες με βάση Έλληνες και βυζαντινούς υπομνηματιστές. Οι ελληνικές πηγές που επιλέγει είναι η παράφραση του Ψελλού (σε δύο περιπτώσεις στο Υπόμνημα στο Περὶ ἑρμηνείας) και το Υπόμνημα του Αμμώνιου (σε μία περίπτωση, κατά την οποία ασκεί κριτική και καταρρίπτει την άποψη του Αμμώνιου ως προς το θέμα της γνησιότητας του τελευταίου τμήματος του έργου του Αριστοτέλη).
Ως προς τις λατινικές πηγές, στις ήδη γνωστές (χωρία από τις Quaestiones super Artem Veterem του Radulphus Brito, που εντόπισαν οι Ebbesen και Pinborg το 1981/82, και του Υπομνήματος του Θωμά Ακυινάτη στο Περὶ ἑρμηνείας, που εντόπισε ο Δημητρακόπουλος το 2010), έρχονται να προστεθούν άλλες δύο επώνυμες και τουλάχιστον μία ακόμα μη ταυτοποιημένη.
Η πρώτη αφορά σε κείμενο που παραδίδεται πλήρες στον κώδικα Pad. Bibl. Univ. 1589 και αποσπασματικά στον κώδικα Pal. Bibl. Com. 2Qq. D 142. Η πατρότητα του Υπομνήματος είναι αβέβαιη. Στον πρώτο κώδικα υπάρχουν δύο κολοφώνες, οι οποίοι αποδίδουν το κείμενο το σχετικό με το Περὶ ἑρμηνείας σε δύο διαφορετικούς συγγραφείς. Ο πρώτος έχει γραφτεί από τον έναν από τους πέντε γραφείς του κώδικα και αποδίδει το Υπόμνημα στον Johannes Buridanus, ενώ ο δεύτερος αποτελεί τον τελικό κολοφώνα του χειρογράφου και, σύμφωνα με τους Doucet, Lohr και Gauthier, αποδίδει όλα τα Υπομνήματα στον φιλόσοφο και θεολόγο του Πανεπιστημίου του Παρισιού του 13ου αι. Johannes Pagus. Ανεξάρτητα από το πρόβλημα του συγγραφέα του έργου, το προοίμιο του Υπομνήματος στο Περὶ ἑρμηνείας παρουσιάζει ομοιότητες με το προοίμιο του Σχολάριου, οι οποίες καταδεικνύονται λεπτομερώς.
Η δεύτερη επώνυμη πηγή είναι το Υπόμνημα του Guilelmus Arnaldus στο Περὶ ἑρμηνείας. Και αυτό το Υπόμνημα είχε αρχικά αποδοθεί σε άλλον συγγραφέα, τον Αιγίδιο Ρωμανό, και είχε εκδοθεί υπό το όνομά του το 1507, μαζί με άλλα υπομνήματα στην Λογική του Αριστοτέλη. Το θέμα της πατρότητας του έργου ξεκαθαρίστηκε από τον Tabarroni to 1988 και τον Gauthier το 1989. Για το δικό του Υπόμνημα, ο Σχολάριος στηρίζεται σε κάποια σημεία στο Υπόμνημα του Arnaldus. Τα σημεία αυτά καταδεικνύονται με λεπτομερή σύγκριση.
Εκτός από τις ομοιότητες ως προς το κείμενο των δύο αυτών Υπομνημάτων, παρουσιάζονται ομοιότητες και ως προς τον χωρισμό των Αναγνώσεων και τη δομή. Αναλύεται λεπτομερώς ο τρόπος με τον οποίο ο Σχολάριος χειρίζεται τις πηγές του. Ο σχετικός πίνακας αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα της σύνθεσης του Υπομνήματος του Σχολάριου.
Το ύφος και η σύνταξη του κειμένου από τα μέσα της δέκατης Ανάγνωσης και εξής προδίδουν χρήση τουλάχιστον άλλης μίας λατινικής πηγής. Το Υπόμνημα του Ακυινάτη παρέμεινε ατελές. Ο Σχολάριος πιθανότατα είχε στα χέρια του κάποια continuatio, με την οποία ολοκλήρωσε το υπόμνημά του. Από τις οκτώ continuationes που σώζονται και γράφτηκαν πριν τον Σχολάριο καμμία δεν αποτελεί πηγή του.
Ως προς τη δομή, το Υπόμνημα του Σχολάριου στο Περὶ ἑρμηνείας χωρίζεται σε πέντε μέρη και δεκατέσσερις Αναγνώσεις. Ο χωρισμός σε πέντε μέρη ήταν συνήθης μεταξύ των Ελλήνων υπομνηματιστών. Και στα έξι γνωστά Υπομνήματα που σώζονται (του Αμμώνιου, του Στέφανου από την Αλεξάνδρεια, του ανώνυμου υπομνηματιστή του κώδικα Par. gr. 2064, του Μιχαήλ Ψελλού, του Λέοντα Μαγεντηνού και του Σχολάριου), υπάρχει χωρισμός σε πέντε κεφάλαια (όπως τα αποκαλούσε ο Αμμώνιος) ή τμήματα (όπως τα αποκαλούσαν οι υπόλοιποι). Οι Λατίνοι ακολουθούσαν τον χωρισμό του Βοήθιου σε δύο βιβλία. Ο χωρισμός του Σχολάριου συγκρίνεται διεξοδικά με αυτόν των προγενεστέρων του.
Ως προς τις Αναγνώσεις, ο Σχολάριος στις πέντε πρώτες ακολουθεί τον χωρισμό του Υπομνήματος του Arnaldus, ενώ για τις Αναγνώσεις 6‒10 ακολουθεί τον χωρισμό του Υπομνήματος του Ακυινάτη. Επιπλέον, στην πρώτη Ανάγνωσή του ο Σχολάριος ακολουθεί τον χωρισμό των κεφαλαίων του Arnaldus, ακολουθώντας τη σειρά των υπό πραγμάτευση θεμάτων. Όμως ο Σχολάριος ακολουθεί το τυπικό της δομής των Ελλήνων υπομνηματιστών για το προοίμιό του. Συγκεκριμένα, ο Σχολάριος πραγματεύεται: α) το αντικείμενο με το οποίο ασχολείται το βιβλίο του Αριστοτέλη, β) τη χρησιμότητά του, γ) πώς σχετίζεται το Περὶ ἑρμηνείας με τα υπόλοιπα λογικά έργα του Αριστοτέλη, δ) τον τίτλο, ε) ποιος είναι ο συγγραφέας, στ) τον χωρισμό σε κεφάλαια και μέρη, ζ) τη δομή του έργου και η) σε ποιον κλάδο της φιλοσοφίας ανήκει.
Στα συμπεράσματα του δευτέρου κεφαλαίου συνοψίζονται τα ευρήματα της έρευνας ως προς τις πηγές και τη δομή. Δίνεται η συνολική εικόνα του τρόπου με τον οποίο αξιοποίησε τις πηγές του, όπως προκύπτει από τον σχετικό πίνακα. Επίσης σημειώνεται μια παραπομπή του Σχολάριου στη Summa Theologiae του Ακυινάτη, Η οποία αντλείται μεν από τον Radulphus Brito αλλά διαφοροποιείται ως εξής: ενώ ο Brito παραπέμπει στη Lectio 14 του Υπομνήματος του Ακυινάτη στο Περὶ ἑρμηνείας, ο Σχολάριος παραπέμπει τον αναγνώστη του στη Summa Theologiae, Ia Pars, qu. 14, art. 13, όπου ο Θωμάς πραγματεύεται το ίδιο θέμα. Πιθανότατα το κάνει αυτό επειδή, σε αντίθεση με το Υπόμνημα του Ακυινάτη στο Περὶ ἑρμηνείας, το πρώτο μέρος της Summa Theologiae ήταν γνωστό στο αναγνωστικό κοινό στον ελληνικό χώρο μέσω της μετάφρασής του από τον Δημήτριο Κυδώνη.
3. Β΄ Μέρος: Σχολάριος και Ars nova
Το δεύτερο Μέρος αποτελείται, πέραν της εισαγωγής, από τέσσερις ενότητες. Η πρώτη αναφέρεται στα χειρόγραφα, η δεύτερη στο Περὶ τῶν σοφισμάτων∙ ἐκ τῶν τοῦ φιλοσόφου Θωμᾶ, η Τρίτη στο Ἐκ τῆς διαλεκτικῆς τοῦ μαΐστωρος Πέτρου τοῦ Ἰσπανοῦ• ἑρμηνεία τοῦ Σχολαρίου και η τέταρτη στη μικρή επιστολιμαία πραγματεία του Σχολάριου Περὶ συλλογισμοῦ.
Στην εισαγωγή καταγράφονται τα έργα από τα οποία απαρτίζεται η σχολάρεια Ars nova και συγκροτείται κατάλογος των κωδίκων που παραδίδουν τα έργα. Από τους κώδικες αυτούς, ο Jugie χρησιμοποίησε τους Pal.gr. 235, Plut. 71.33, Auct. T.5.13 και Mutinensis α.Τ.9.13, θεωρώντας τους τρεις τελευταίους αυτόγραφους. Σύμφωνα με την περιγραφή του κώδικα από τον Bandini, ο Plut. 71.33 έχει γραφτεί από δύο γραφείς του 14ου αι. Η χρονολόγηση, όμως του Bandini απορρίπτεται λόγω της ύπαρξης έργων του Σχολάριου. Εκ νέου γραφολογικός έλεγχος αποκάλυψε και τρίτο γραφέα. Οι διαφορές μεταξύ των δύο πρώτων γραφέων που γράφουν τα έργα του Σχολάριου, αλλά και μεταξύ αυτών και του Σχολάριου, αποτυπώνονται σε πίνακες. Στα περιθώρια του κώδικα παρατηρούνται σχόλια από ένα χέρι διαφορετικό από αυτό των βασικών κειμένων, το οποίο αποδίδεται από τον Harlfinger στον Ανώνυμό του ΚΒ.
Για τον Auct. T.5.13 υπήρχε μόνο η συνοπτική περιγραφή του Coxe. Όπως προκύπτει από τον γραφολογικό έλεγχο που διενήργησε η υποψήφια, σε αυτό το χειρόγραφο υπάρχουν χέρια τριών γραφέων, κανένα από τα οποία δεν είναι του Σχολάριου. Δίνεται επίσης πίνακας με τις διαφορές των γραφέων του κώδικα μεταξύ τους και μεταξύ αυτών και του Σχολάριου. Έλεγχος μεταξύ όλων των χειρογράφων που θεωρούσε ο Jugie αυτόγραφα (Vat.gr. 2223, Par.gr. 1941, Mut. α.T.9.13, Plut. 71.33, Barb.gr. 124 και Auct. T.5.13) έδειξε ότι ο τρίτος γραφέας του Auct. T.5.13 ταυτίζεται με τον Ανώνυμο 18 Harlfinger, τον γραφέα του κώδικα Par.gr. 1941. Δίνεται συγκριτικός πίνακας μεταξύ των δύο χειρογράφων, ο οποίος αποδεικνύει την ταύτιση. Στην ενότητα για τα χειρόγραφα δίνεται λεπτομερής περιγραφή των κωδίκων Plut. 71.33 και Auct. T.5.13, με έμφαση στο περιεχόμενό τους.
Στην ενότητα που αφορά στο Περὶ τῶν σοφισμάτων, δίνονται πληροφορίες για το περιεχόμενο των Σοφιστικῶν ἐλέγχων του Αριστοτέλη και για τα ελληνικά και λατινικά Υπομνήματα στο έργο αυτό. Ακολουθεί σχολιασμός της μετάφρασης του ψ.-θωμικού De fallaciis από τον Σχολάριο. Πρόκειται για μετάφραση λέξη προς λέξη. Παρόλο που δεν υπάρχει αυτόγραφο του Σχολάριου που να σώζει τη μετάφραση, δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε την πατρότητά της.
Στην ενότητα που αφορά στο Ἐκ τῆς διαλεκτικῆς τοῦ μαΐστωρος Πέτρου τοῦ Ἰσπανοῦ: Ἑρμηνεία τοῦ Σχολαρίου, μετά από τις αναγκαίες πληροφορίες για την πατρότητα του έργου, σχολιάζεται η μετάφραση του Σχολάριου, ο οποίος μεταφράζει ένα μεγάλο μέρος του έργου λέξη προς λέξη. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Jugie, ο Σχολάριος, αφού μετέφρασε τους πρώτους πέντε tractatus, παρέλειψε συνειδητά τον έκτο και συνέχισε με τη μετάφραση του έβδομου. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Σχολάριος απλώς είχε στα χέρια του ένα αντίγραφο με τη σειρά των Tractatus που σώζουν τα παλαιότερα χειρόγραφα. Σε νεότερα χειρόγραφα, στη θέση του Tractatus VI κείται ο Tractatus VII. Ούτε για αυτή τη μετάφραση σώζεται κάποιο αυτόγραφο του Σχολάριου. Όμως δεν υπάρχει λόγος αμφισβήτησης της πατρότητάς της.
Η τελευταία ενότητα αφορά σε μια επιστολή του Σχολάριου προς τον μαθητή του Ιωάννη, όπου εξηγείται ο όρος «ἁπλοῦς συλλογισμός», θέμα που εμπίπτει στα Ἀναλυτικὰ πρότερα του Αριστοτέλη. Η επιστολή αυτή περιλαμβάνεται στον Mut. Α.Τ.9.13, κείμενη μεταξύ του Υπομνήματος του Σχολάριου στο Περὶ ἑρμηνείας και του Περὶ εὐπορίας προτάσεων του θ΄ κεφαλαίου της ανάλυσης των Προτέρων ἀναλυτικῶν από τον Γεώργιο Παχυμέρη.
4. Γ΄ μέρος: Κριτική έκδοση του Υπομνήματος του Σχολάριου στο Περὶ ἑρμηνείας
Στο τρίτο Μέρος της διατριβής εκπονείται νέα, κριτική έκδοση του Υπομνήματος του Σχολάριου στο Περὶ ἑρμηνείας. Ο λόγος για τον οποίο επελέγη η σχολάρεια εξήγηση του συγκεκριμένου αριστοτελικού έργου είναι η πολυπλοκότητα της σύνθεσής του και η ύπαρξη πολλών ανεντόπιστων έως σήμερα πηγών.
Η κριτική έκδοση βασίζεται στα χειρόγραφα για τα οποία προέκυψε ότι συνδέονται άμεσα με τον Σχολάριο, δηλαδή τους κώδικες Vat.gr. 2223, Barb.gr. 124 και Par. gr. 1941. Βασικό κώδικα της έκδοσης αποτελεί ο Par. gr. 1941, διότι σώζει την τελική έκδοση του κειμένου του Σχολάριου. Η έκδοση συνοδεύεται από κριτικό υπόμνημα και υπόμνημα πηγών.
|