Ανάπτυξη λιποσωμικών μορφών μη-στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ) για οφθαλμική χορήγηση

Τα μη Στεροειδή Αντιφλεγμονώδη Φάρμακα (ΜΣΑΦ) αποτελούν εκλεκτικούς ή μη αναστολείς της κυκλοοξυγενάσης (COX), του ενζύμου εκείνου που εμπλέκεται στο μεταβολισμό του αραχιδονικού οξέος σε προσταγλαδίνες. Συνεπώς, αναστέλλουν την εκδήλωση της φλεγμονής. Στην οφθαλμολογία χορηγούνται κατά κύριο λόγο τ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Παχής, Κωνσταντίνος
Άλλοι συγγραφείς: Αντιμησιάρη, Σοφία
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2019
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/12515
Περιγραφή
Περίληψη:Τα μη Στεροειδή Αντιφλεγμονώδη Φάρμακα (ΜΣΑΦ) αποτελούν εκλεκτικούς ή μη αναστολείς της κυκλοοξυγενάσης (COX), του ενζύμου εκείνου που εμπλέκεται στο μεταβολισμό του αραχιδονικού οξέος σε προσταγλαδίνες. Συνεπώς, αναστέλλουν την εκδήλωση της φλεγμονής. Στην οφθαλμολογία χορηγούνται κατά κύριο λόγο τοπικά, υπό μορφή σταγόνων, σε φλεγμονώδεις εκδηλώσεις, όπως π.χ. το μετεγχειρητικό οίδημα της ωχράς κηλίδας, με όχι πάντα την επιθυμητή αποτελεσματικότητα. Η ενδοϋαλοειδική χρήση τους δοκιμάζεται τα τελευταία χρόνια για το κυστικό οίδημα της ωχράς κηλίδας ποικίλων αιτιών, όπως το μετεγχειρητικό, το διαβητικό και το ραγοειδιτικό, με ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Η ενδοϋαλοειδική (IVT) χορήγηση είναι γνωστό ότι επιτυγχάνει σημαντικά υψηλότερα επίπεδα φαρμάκων στον αμφιβληστροειδή (σε σύγκριση με τοπική ή συστηματική χορήγηση), ενώ ελαχιστοποιεί τις συστημικές ανεπιθύμητες ενέργειες. Το βασικό μειονέκτημα των φαρμάκων αυτών είναι ο μικρός χρόνος ημιζωής τους στην υαλοειδική κοιλότητα, που έχει ως αποτέλεσμα να απαιτούνται συχνές εγχύσεις για την επίτευξη του θεραπευτικού στόχου. Με σκοπό την ανάπτυξη ενός συστήματος για παρατεταμένη αποδέσμευση ΜΣΑΦ στο οπίσθιο τμήμα του οφθαλμού, αναπτύχθηκε ένα in-situ δημιουργούμενο σύστημα συσσωμάτωσης λιποσωμάτων (λιποσωμικό συσσωμάτωμα). Για την αρχική διαπίστωση της δυνατότητας ανάπτυξης του συστήματος χρησιμοποιήθηκαν ως μόρια μοντέλα/πρότυπα φαρμακομορίων, η καλσεΐνη και FITC-Δεξτράνη, εγκλωβισμένα σε λιποσώματα, και έγιναν in vitro και in vivo μελέτες ώστε να επιβεβαιωθεί η λειτουργικότητα του συστήματος. Εν συνεχεία, παρασκευάστηκαν (με διάφορες τεχνικές) λιποσώματα λορνοξικάμης και φλουρμπιπροφαίνης (ΦΛ), και βελτιστοποιήθηκαν ως προς το μέγεθος και την απόδοση εγκλωβισμού, ώστε να επιλεγεί το καλλίτερο φάρμακο για τη συνέχεια της μελέτης. Επιλέχθηκαν τα λιποσώματα που εγκλώβισαν ΦΛ με τη μέθοδο της ενεργής φόρτωσης (με λιπιδική σύσταση HPC/DPPG/Chol σε μοριακή αναλογία 9/1/10), αφού είχαν τη μέγιστη απόδοση εγκλωβισμού. Αυτά μελετήθηκαν in vitro ως προς τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά τους και ως προς τον ρυθμό απελευθέρωσης του φαρμάκου. Παράλληλα αναπτύχθηκε και ένα ακόμα σύστημα παρατεταμένης αποδέσμευσης: μια θερμοευαίσθητη υδρογέλη με βάση το πολυμερές Pluronic F127, η οποία ενσωμάτωσε λιποσώματα ΦΛ. Μελετήθηκε in vitro ως προς την αποδέσμευση του φαρμάκου με σκοπό τη διερεύνηση της συγκέντρωσης που θα απέδιδε τη βραδύτερη αποδέσμευση. Ως δείγματα αναφοράς και για τα δυο υβριδικά λιποσωμικά συστήματα, χρησιμοποιήθηκε διάλυμα ΦΛ, λιποσώματα ΦΛ και υδρογέλη με διαλυμένη ΦΛ. Η βέλτιστη συγκέντρωση του πολυμερούς ήταν 18% w/v και η in vitro μελέτες τόσο για το λιποσωμικό συσσωμάτωμα όσο και τη λιποσωμική υδρογέλη επιβεβαίωσαν ότι προσδίδουν σημαντικά παρατεταμένη αποδέσμευση σε σχέση με τα σκευάσματα αναφοράς που χρησιμοποιήθηκαν. Η λιποσωμική αποδεσμεύει το 20% του εγκλωβισμένου φαρμάκου σε 24 ώρες, ενώ η λιποσωμική υδρογέλη το 30% στο ίδιο χρονικό διάστημα. Και τα δύο συστήματα αποδέσμευαν μετρήσιμες ποσότητες ΦΛ μέχρι και 120 ώρες. Επιτεύχθηκε λοιπόν η παρασκευή δύο καινοτόμων υβριδικών λιποσωμικών συστημάτων που παρατείνουν σημαντικά το χρόνο παραμονής της φλουρμπιπροφαίνης in vitro, τα οποία είναι κατάλληλα για ενδοφθάλμια χορήγηση.