Περίληψη: | «Το ύδωρ δεν είναι εμπορικό προϊόν όπως όλα τα άλλα, αλλά αποτελεί κληρονομιά που πρέπει να προστατεύεται και να τύχει κατάλληλης μεταχείρισης» (2000/60/ΕΚ, 2000)Η Ευρωπαϊκή πολιτική επέφερε σημαντικές βελτιώσεις στην ποιότητα και ποσότητα των ευρωπαϊκών υδάτων τις τελευταίες δεκαετίες. Σε αυτό συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό η οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000η οποία όρισε τις θεμελιώδεις αρχές για την θέσπιση των μεθόδων ελέγχου όπως και μια ενιαία στρατηγική αντιμετώπισης των εσωτερικών υδάτων της ΕΕ βασιζόμενη πλέον στη διαχείριση των λεκανών απορροής σε επίπεδο περιοχής ΛΑΠ (Λεκάνη Απορροής Ποταμού) και την παράλληλη παρακολούθηση της οικολογικής ποιότητας των υδατικών σωμάτων σε συμπλήρωση της χημικής. Στα πλαίσια της αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της εφαρμογής της οδηγίας τα κράτη μέλη καλούνται να καταθέτουν τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού (ΣΔΛΑΠ). Το Μάρτιο του 2016 τα κράτη μέλη κατέθεσαν τα δεύτερα ΣΔΛΑΠ τους για την περίοδο 2015-2021 αναρτώντας τις μεθόδους, τις μετρήσεις και τα αποτελέσματα των παρακολουθήσεών τους στο κοινό ηλεκτρονικό αποθετήριο WISE (implementation and reports).Στην εργασία αυτή επιχειρείται, κατ’ αρχάς μια εκτίμηση της επίδρασης των διαφόρων παραμέτρων, που σχετίζονταν με την εφαρμογή της οδηγίας, σε επίπεδο νομικό, διακυβέρνησης και κοινής στρατηγικής. Στη συνέχεια πραγματοποιείται η επεξεργασία των μετρήσεων, που έγιναν βάσει των προκαθορισμένων και διαβαθμονομημένων συνθηκών αναφοράς, η ανάλυση των αναφερομένων στοιχείων, λαμβάνοντας υπ’ όψιν λοιπούς παράγοντες μεθοδολογίας και προσέγγισης και τελικά επιχειρείται η αξιολόγησή αυτών, σε επίπεδο σύγκρισης με τα προηγούμενα αναλυτικά δεδομένα των πρώτων ΣΔΛΑΠ της περιόδου 2009-2015. Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης της εφαρμογής της Οδηγίας Πλαίσιο Υδάτων (ΟΠΥ) και τα αποτελέσματα της σύγκρισης των δύο διαχειριστικών σχεδίων αποκαλύπτουν την εξέλιξη και την πιθανή πρόοδο που συντελέστηκε στην ποιότητα των Ευρωπαϊκών Επιφανειακών υδάτων, σε ότι αφορά την οικολογική και χημική κατάστασή τους και το γεγονός ότι ο έλεγχος και η παρακολούθηση των οικολογικών δεδομένων, έχει κατεύθυνση την επίτευξη «Καλής Οικολογικής Κατάστασης» δεν είναι μόνο συμπληρωματικός της χημικής διερεύνησης, αλλά και απόλυτα καθοριστικός στην ορθή διάγνωση του «status» των υδατικών σωμάτων και εν συνεχεία στην βέλτιστη στόχευση νέων μέτρων και δράσεων προς ικανοποίηση των προσδοκώμενων περιβαλλοντικών στόχων.
|