Ο ρόλος της σηματοδοσίας των χημειοκινών στο χημικά επαγόμενο αδενοκαρκίνωμα του πνεύμονα

Ο καρκίνος του πνεύμονα, αποτελεί τη συχνότερη αιτία θνητότητας από καρκίνο παγκοσμίως ενώ πλήθος μελετών συνδέουν την εμφάνιση του με το κάπνισμα. Διακρίνεται σε δύο κύριους τύπους, τον μικροκυτταρικό (SCLC) και τον μη μικροκυτταρικό (NSCLC). Το 80% των περιπτώσεων αφορούν τον μη μικροκυτταρικό ο ο...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Νταλιάρδα, Γιαννούλα
Άλλοι συγγραφείς: Σταθόπουλος, Γεώργιος
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2019
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/12847
id nemertes-10889-12847
record_format dspace
institution UPatras
collection Nemertes
language Greek
topic Μη μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα
Αδενοκαρκίνωμα
Χημειοκίνες
Υποδοχείς χημειοκινών
CCR2 υποδοχέας
CXCR1 υποδοχέας
CXCR2 υποδοχέας
Non-small cell lung cancer
Adenocarcinoma
Chemokines
Chemokine receptors
CCR2 receptor
CXCR1 receptor
CXCR2 receptor
616.994 240 7
spellingShingle Μη μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα
Αδενοκαρκίνωμα
Χημειοκίνες
Υποδοχείς χημειοκινών
CCR2 υποδοχέας
CXCR1 υποδοχέας
CXCR2 υποδοχέας
Non-small cell lung cancer
Adenocarcinoma
Chemokines
Chemokine receptors
CCR2 receptor
CXCR1 receptor
CXCR2 receptor
616.994 240 7
Νταλιάρδα, Γιαννούλα
Ο ρόλος της σηματοδοσίας των χημειοκινών στο χημικά επαγόμενο αδενοκαρκίνωμα του πνεύμονα
description Ο καρκίνος του πνεύμονα, αποτελεί τη συχνότερη αιτία θνητότητας από καρκίνο παγκοσμίως ενώ πλήθος μελετών συνδέουν την εμφάνιση του με το κάπνισμα. Διακρίνεται σε δύο κύριους τύπους, τον μικροκυτταρικό (SCLC) και τον μη μικροκυτταρικό (NSCLC). Το 80% των περιπτώσεων αφορούν τον μη μικροκυτταρικό ο οποίος με την σειρά του διακρίνεται σε 3 επιμέρους μορφές με πιο διαδεδομένη το αδενοκαρκίνωμα. Ένας σημαντικός παράγοντας που συμβάλει στη δημιουργία και την εξέλιξη του καρκίνου θεωρείται ότι είναι το μικροπεριβάλλον του όγκου. Ένας όγκος εκτός από τα καρκινικά κύτταρα αποτελείται και από άλλων ειδών κύτταρα που βρίσκονται στην περιοχή, όπως είναι οι ινοβλάστες, τα ενδοθηλιακά κύτταρα, καθώς επίσης και από κύτταρα που διηθούν των όγκο (κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος). Το μικροπεριβάλλον αυτό περιλαμβάνει σύνθετες αλληλεπιδράσεις μεταξύ των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος και καρκινικών κυττάρων. Ένα από τα βασικά μόρια που συμμετέχουν στην αλληλεπίδραση μεταξύ του ανοσοποιητικού και των καρκινικών κυττάρων είναι οι χημειοκίνες. Οι χημειοκίνες είναι πεπτίδια μικρού μοριακού βάρους (8-14 kDa) που ο κύριος ρόλος τους είναι να προσελκύουν κύτταρα του ανοσολογικού συστήματος στην περιοχή που εντοπίζεται η φλεγμονή. Συγκεκριμένα, είναι ισχυροί ενεργοποιητές και χημειοτακτικοί παράγοντες των λευκοκυττάρων. Για αυτό το λόγο είναι απαραίτητες για την προστασία του οργανισμού. Η οικογένεια των χημειοκινών διακρίνεται σε τέσσερις ομάδες, τις CXC (όπως CXCR1 και CXCR2), CX3C, CC (CCR2), και C με βάση τη θέση των υπολειμμάτων κυστεΐνης στην αλυσίδα των αμινοξέων. Όλες οι χημειοκίνες ασκούν τις δράσεις τους μέσω της σύνδεσης τους με κατάλληλους υποδοχείς της οικογένειας των G-πρωτεϊνών οι οποίοι βρίσκονται στην επιφάνεια. Αυτές οι ποικίλες λειτουργίες των χημειοκινών τις καθιερώνει ως βασικούς μεσολαβητές μεταξύ των καρκινικών κυττάρων και του μικροπεριβάλλοντος τους παίζοντας κρίσιμο ρόλο στην πρόοδο του όγκου και τη μετάσταση. Επιπλέον, συνεισφέρουν ενεργά στη διαμόρφωση του μικροπεριβάλλοντος του όγκου μέσω τις πρόσληψης των διηθητικών καρκινικών κυττάρων, τα οποία εκκρίνουν κυτοκίνες, χημειοκίνες, αυξητικούς παράγοντες και διάφορες άλλες πρωτεΐνες τελεστές (effector proteins), προκαλώντας αλλαγή στο μικροπεριβάλλον. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες υπάρχει μία διαφωνία σχετικά με το αν το ανοσοποιητικό σύστημα έχει θετική, αρνητική ή μηδενική δράση στην ανάπτυξη του όγκου. Στην παρούσα εργασία προσπαθήσαμε να συνδυάσουμε μοντέλα του καρκίνου του πνεύμονα με “knock out” ποντίκια προκειμένου να διασαφηνίσουμε το ρόλο των χημειοκινών στο αδενοκαρκίνωμα του πνεύμονα. Υποθέτουμε ότι οι χημειοκίνες συμμετέχουν στη ανάπτυξη και εξέλιξη του αδενοκαρκινώματος. Στόχος μας είναι να προσδιορίσουμε το ρόλο αυτό και να διερευνήσουμε την σηματοδοσία των χημειοκινών. Χρησιμοποιήσαμε ζωικά μοντέλα ποντικών που έχουν έλλειψη σε υποδοχείς χημειοκινών (“knock out”) και συγκεκριμένα στους υποδοχείς Ccr2-/-, Cxcr1-/- και Cxcr2+/- στο γενετικό υπόβαθρο C57BL/6. Οι ποντικοί αυτοί έλαβαν ενδοπεριτοναϊκά 10 εβδομαδιαίες δόσεις του καρκινογόνου του καπνού ουρεθάνη (1 g/kg) που αποτελεί μοντέλο ανάπτυξης αδενοκαρκινώματος πνεύμονα, ενώ ως ομάδα ελέγχου χρησιμοποιήθηκαν ποντικοί C57BL/6 (με φυσιολογικούς υποδοχείς χημειοκινών) που έλαβαν τις ίδιες δόσεις καρκινογόνου. Στις 180 μέρες μετά τη χορήγηση του καρκινογόνου συλλέξαμε τους πνεύμονες και αξιολογήσαμε την παρουσία όγκων με την βοήθεια στερεοσκοπίου. Παρατηρήθηκε, ότι τα Ccr2-/- και τα Cxcr1-/- ποντίκια είχαν περισσότερους όγκους σε σχέση με τα wt ποντίκια. Ενώ στα Cxcr2+/- δεν υπήρχε στατιστική διαφορά παρόλο που και οι δύο ομάδες είχαν αναπτύξει όγκους. Επίσης, χρησιμοποιήσαμε το μοντέλο έγχυσης καρκινικών πνευμονικών κυττάρων υποδορίως, (δύο διαφορετικών καρκινικών κυττάρων LLC και CULA) στις ίδιες ομάδες ποντικών (Ccr2-/-, Cxcr1-/- και Cxcr2+/-) για να μελετήσουμε την ανάπτυξη του πρωτοπαθούς όγκου και την δημιουργία μεταστατικών εστιών. Παρατηρήθηκε διαφορά μεταξύ των δύο καρκινικών σειρών. Συγκεκριμένα, παρατηρήσαμε ότι στην καρκινική σειρά LLC ταCxcr1-/- και Cxcr2+/- είχαν μεγαλύτερους πρωτοπαθής όγκους σε σχέση με τα φυσιολογικά ποντίκια ενώ στα Ccr2-/-, δεν παρατηρήσαμε στατιστικώς σημαντική διαφορά. Στην έγχυση των καρκινικών κυτταρικών σειρών CULA δεν παρατηρήθηκε σε καμία από τις τρείς ομάδες μας στατιστικώς σημαντική διαφορά. Όσον αφορά τις μεταστάσεις δεν παρατηρήθηκε κάποια διαφορά μεταξύ των ομάδων που χρησιμοποιήθηκαν. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα μας προτείνουν ότι τουλάχιστον στην περίπτωση του αδενοκαρκινώματος πνεύμονα οι χημειοκίνες και οι υποδοχείς τους φαίνεται να παίζουν προστατευτικό ρόλο στα αρχικά στάδια ανάπτυξης της κακοήθειας (δημιουργία περισσότερων όγκων/και μεγαλύτερης πρωτοπαθούς εστίας) ενώ δεν εμφανίζουν κάποια σημαντική λειτουργία κατά τη μεταστατική διασπορά.
author2 Σταθόπουλος, Γεώργιος
author_facet Σταθόπουλος, Γεώργιος
Νταλιάρδα, Γιαννούλα
format Thesis
author Νταλιάρδα, Γιαννούλα
author_sort Νταλιάρδα, Γιαννούλα
title Ο ρόλος της σηματοδοσίας των χημειοκινών στο χημικά επαγόμενο αδενοκαρκίνωμα του πνεύμονα
title_short Ο ρόλος της σηματοδοσίας των χημειοκινών στο χημικά επαγόμενο αδενοκαρκίνωμα του πνεύμονα
title_full Ο ρόλος της σηματοδοσίας των χημειοκινών στο χημικά επαγόμενο αδενοκαρκίνωμα του πνεύμονα
title_fullStr Ο ρόλος της σηματοδοσίας των χημειοκινών στο χημικά επαγόμενο αδενοκαρκίνωμα του πνεύμονα
title_full_unstemmed Ο ρόλος της σηματοδοσίας των χημειοκινών στο χημικά επαγόμενο αδενοκαρκίνωμα του πνεύμονα
title_sort ο ρόλος της σηματοδοσίας των χημειοκινών στο χημικά επαγόμενο αδενοκαρκίνωμα του πνεύμονα
publishDate 2019
url http://hdl.handle.net/10889/12847
work_keys_str_mv AT ntaliardagiannoula orolostēssēmatodosiastōnchēmeiokinōnstochēmikaepagomenoadenokarkinōmatoupneumona
AT ntaliardagiannoula theroleofchemokinesignalinginchemicallyinducedlungadenocarcinoma
_version_ 1771297325003571200
spelling nemertes-10889-128472022-09-05T20:22:24Z Ο ρόλος της σηματοδοσίας των χημειοκινών στο χημικά επαγόμενο αδενοκαρκίνωμα του πνεύμονα The role of chemokine signaling in chemically induced lung adenocarcinoma Νταλιάρδα, Γιαννούλα Σταθόπουλος, Γεώργιος Αγγελάτου, Φεβρωνία Πέτρου-Παπαδάκη, Ελένη Ntaliarda, Giannoula Μη μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα Αδενοκαρκίνωμα Χημειοκίνες Υποδοχείς χημειοκινών CCR2 υποδοχέας CXCR1 υποδοχέας CXCR2 υποδοχέας Non-small cell lung cancer Adenocarcinoma Chemokines Chemokine receptors CCR2 receptor CXCR1 receptor CXCR2 receptor 616.994 240 7 Ο καρκίνος του πνεύμονα, αποτελεί τη συχνότερη αιτία θνητότητας από καρκίνο παγκοσμίως ενώ πλήθος μελετών συνδέουν την εμφάνιση του με το κάπνισμα. Διακρίνεται σε δύο κύριους τύπους, τον μικροκυτταρικό (SCLC) και τον μη μικροκυτταρικό (NSCLC). Το 80% των περιπτώσεων αφορούν τον μη μικροκυτταρικό ο οποίος με την σειρά του διακρίνεται σε 3 επιμέρους μορφές με πιο διαδεδομένη το αδενοκαρκίνωμα. Ένας σημαντικός παράγοντας που συμβάλει στη δημιουργία και την εξέλιξη του καρκίνου θεωρείται ότι είναι το μικροπεριβάλλον του όγκου. Ένας όγκος εκτός από τα καρκινικά κύτταρα αποτελείται και από άλλων ειδών κύτταρα που βρίσκονται στην περιοχή, όπως είναι οι ινοβλάστες, τα ενδοθηλιακά κύτταρα, καθώς επίσης και από κύτταρα που διηθούν των όγκο (κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος). Το μικροπεριβάλλον αυτό περιλαμβάνει σύνθετες αλληλεπιδράσεις μεταξύ των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος και καρκινικών κυττάρων. Ένα από τα βασικά μόρια που συμμετέχουν στην αλληλεπίδραση μεταξύ του ανοσοποιητικού και των καρκινικών κυττάρων είναι οι χημειοκίνες. Οι χημειοκίνες είναι πεπτίδια μικρού μοριακού βάρους (8-14 kDa) που ο κύριος ρόλος τους είναι να προσελκύουν κύτταρα του ανοσολογικού συστήματος στην περιοχή που εντοπίζεται η φλεγμονή. Συγκεκριμένα, είναι ισχυροί ενεργοποιητές και χημειοτακτικοί παράγοντες των λευκοκυττάρων. Για αυτό το λόγο είναι απαραίτητες για την προστασία του οργανισμού. Η οικογένεια των χημειοκινών διακρίνεται σε τέσσερις ομάδες, τις CXC (όπως CXCR1 και CXCR2), CX3C, CC (CCR2), και C με βάση τη θέση των υπολειμμάτων κυστεΐνης στην αλυσίδα των αμινοξέων. Όλες οι χημειοκίνες ασκούν τις δράσεις τους μέσω της σύνδεσης τους με κατάλληλους υποδοχείς της οικογένειας των G-πρωτεϊνών οι οποίοι βρίσκονται στην επιφάνεια. Αυτές οι ποικίλες λειτουργίες των χημειοκινών τις καθιερώνει ως βασικούς μεσολαβητές μεταξύ των καρκινικών κυττάρων και του μικροπεριβάλλοντος τους παίζοντας κρίσιμο ρόλο στην πρόοδο του όγκου και τη μετάσταση. Επιπλέον, συνεισφέρουν ενεργά στη διαμόρφωση του μικροπεριβάλλοντος του όγκου μέσω τις πρόσληψης των διηθητικών καρκινικών κυττάρων, τα οποία εκκρίνουν κυτοκίνες, χημειοκίνες, αυξητικούς παράγοντες και διάφορες άλλες πρωτεΐνες τελεστές (effector proteins), προκαλώντας αλλαγή στο μικροπεριβάλλον. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες υπάρχει μία διαφωνία σχετικά με το αν το ανοσοποιητικό σύστημα έχει θετική, αρνητική ή μηδενική δράση στην ανάπτυξη του όγκου. Στην παρούσα εργασία προσπαθήσαμε να συνδυάσουμε μοντέλα του καρκίνου του πνεύμονα με “knock out” ποντίκια προκειμένου να διασαφηνίσουμε το ρόλο των χημειοκινών στο αδενοκαρκίνωμα του πνεύμονα. Υποθέτουμε ότι οι χημειοκίνες συμμετέχουν στη ανάπτυξη και εξέλιξη του αδενοκαρκινώματος. Στόχος μας είναι να προσδιορίσουμε το ρόλο αυτό και να διερευνήσουμε την σηματοδοσία των χημειοκινών. Χρησιμοποιήσαμε ζωικά μοντέλα ποντικών που έχουν έλλειψη σε υποδοχείς χημειοκινών (“knock out”) και συγκεκριμένα στους υποδοχείς Ccr2-/-, Cxcr1-/- και Cxcr2+/- στο γενετικό υπόβαθρο C57BL/6. Οι ποντικοί αυτοί έλαβαν ενδοπεριτοναϊκά 10 εβδομαδιαίες δόσεις του καρκινογόνου του καπνού ουρεθάνη (1 g/kg) που αποτελεί μοντέλο ανάπτυξης αδενοκαρκινώματος πνεύμονα, ενώ ως ομάδα ελέγχου χρησιμοποιήθηκαν ποντικοί C57BL/6 (με φυσιολογικούς υποδοχείς χημειοκινών) που έλαβαν τις ίδιες δόσεις καρκινογόνου. Στις 180 μέρες μετά τη χορήγηση του καρκινογόνου συλλέξαμε τους πνεύμονες και αξιολογήσαμε την παρουσία όγκων με την βοήθεια στερεοσκοπίου. Παρατηρήθηκε, ότι τα Ccr2-/- και τα Cxcr1-/- ποντίκια είχαν περισσότερους όγκους σε σχέση με τα wt ποντίκια. Ενώ στα Cxcr2+/- δεν υπήρχε στατιστική διαφορά παρόλο που και οι δύο ομάδες είχαν αναπτύξει όγκους. Επίσης, χρησιμοποιήσαμε το μοντέλο έγχυσης καρκινικών πνευμονικών κυττάρων υποδορίως, (δύο διαφορετικών καρκινικών κυττάρων LLC και CULA) στις ίδιες ομάδες ποντικών (Ccr2-/-, Cxcr1-/- και Cxcr2+/-) για να μελετήσουμε την ανάπτυξη του πρωτοπαθούς όγκου και την δημιουργία μεταστατικών εστιών. Παρατηρήθηκε διαφορά μεταξύ των δύο καρκινικών σειρών. Συγκεκριμένα, παρατηρήσαμε ότι στην καρκινική σειρά LLC ταCxcr1-/- και Cxcr2+/- είχαν μεγαλύτερους πρωτοπαθής όγκους σε σχέση με τα φυσιολογικά ποντίκια ενώ στα Ccr2-/-, δεν παρατηρήσαμε στατιστικώς σημαντική διαφορά. Στην έγχυση των καρκινικών κυτταρικών σειρών CULA δεν παρατηρήθηκε σε καμία από τις τρείς ομάδες μας στατιστικώς σημαντική διαφορά. Όσον αφορά τις μεταστάσεις δεν παρατηρήθηκε κάποια διαφορά μεταξύ των ομάδων που χρησιμοποιήθηκαν. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα μας προτείνουν ότι τουλάχιστον στην περίπτωση του αδενοκαρκινώματος πνεύμονα οι χημειοκίνες και οι υποδοχείς τους φαίνεται να παίζουν προστατευτικό ρόλο στα αρχικά στάδια ανάπτυξης της κακοήθειας (δημιουργία περισσότερων όγκων/και μεγαλύτερης πρωτοπαθούς εστίας) ενώ δεν εμφανίζουν κάποια σημαντική λειτουργία κατά τη μεταστατική διασπορά. Lung cancer is the leading cause of mortality from cancer worldwide and numerous studies associate its occurrence with smoking. It is divided into two main types: small cell lung cancer (SCLC) and non-small cell lung cancer (NSCLC). 80% of the cases involve non-small lung cancer which in turn is divided into three subtypes of which adenocarcinoma is considered the most common. An important factor that contributed to the creation and development of cancer is considered to be the tumor microenvironment. A tumor other than cancer cells consists of other types of cells found in the area, such as fibroblasts, endothelial cells, and cells infiltrating the tumor (immune cells). The microenvironment includes complex interactions between immune cells and tumor cells. One of the key molecules involved in the interaction between the immune system and the cancer cells are chemokines. Chemokines are low molecular weight peptides (8-14 kDa) whose main role is to attract immune system cells to the region that the inflammation is localized. In particular, they are potent chemotactic factors and activators of leukocytes. For this reason they are necessary for the protection of the body. The chemokine family is divided into four groups, CXC (as CXCR1 and CXCR2), CX3C, CC (CCR2), and C based on the position of the cysteine residues in the amino acid chain.All chemokines exert their actions through their association with appropriate receptors of the G-protein family which are found on the surface. These various functions of chemokines establish them as key mediators between tumor cells and their microenvironment by playing a critical role in tumor progression and metastasis. Furthermore, chemokines actively contribute to the formation of the tumor microenvironment through recruitment of invasive cancer cells, which secrete cytokines, chemokines, growth factors, and various other effector proteins (effector proteins), causing a change in the microenvironment. During the last two decades there has been a disagreement as to whether the immune system has a positive, a negative or no effect on tumor growth. In this study we tried to combine models of lung cancer with “knock out” mice in order to clarify the role of chemokines in lung adenocarcinoma. We consider that chemokines are involved in the growth and development of adenocarcinoma.Our aim is to determine the role of chemokines and explore the signaling of chemokines. We used animal models, in particular “knock out” in chemokine receptors Ccr2-/-, Cxcr1-/- and Cxcr2+/- in the genetic background C57Bl/6. These mice received intraperitoneally 10 weekly doses of carcinogenic smoke urethane (1 g/kg) which is a lung adenocarcinoma development model, and as a control group used mice C57Bl/6 (with normal chemokine receptors) that received the same doses of carcinogenic material. On 180 days after the administration of the carcinogen lungs we harvested and evaluated the presence of tumors with the help of a stereoscope. It was observed that the Ccr2-/- and Cxcr1-/- mice had more tumors compared with wt mice. Regarding the Cxcr2+/- no statistical difference was observed although both groups developed tumors. We also used the model of subcutaneously injecting tumor lung cells (two different types of tumor cells and LLC CULA) to the same groups of mice (Ccr2-/-, Cxcr1-/- and Cxcr2+/-) to study the development of the primary tumor and creation of metastatic foci. Difference between the two cancer cell lines was observed. Specifically, we observed that in the tumor line the LLC Cxcr1-/- and Cxcr2+/- had larger primary tumors compared to normal mice while in Ccr2-/-, we did not observe a statistically significant difference. As for the infusion of CULA cancer cell lines a statistically significant difference was not observed in any of the three groups. Similarly, regarding metastases, no statistically significant difference was observed in either of the two cell lines. In conclusion, our results suggest that at least in the case of lung adenocarcinoma chemokines and their receptors appear to play a protective role in the early malignancy development stages (creating more tumors and/or larger primary tumor) and do not exhibit any significant function in the metastatic spread. 2019-11-30T08:40:20Z 2019-11-30T08:40:20Z 2016-11-16 Thesis http://hdl.handle.net/10889/12847 gr 12 application/pdf