Περίληψη: | Η ελονοσία είναι μία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από τα παρασιτικά πρωτόζωα του γένους Plasmodium, σημειώνοντας μεγάλα ποσοστά θνησιμότητας, παρά το γεγονός ότι στην κλινική πρακτική χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια μία μεγάλη ποικιλία φαρμάκων για την αντιμετώπισή της. Ωστόσο, λόγω της μακροχρόνιας εφαρμογής των κλασσικών θεραπειών και της αλόγιστης χρήσης ανθελονοσιακών φαρμάκων, έχουν αναπτυχθεί ανθεκτικά παρασιτικά στελέχη.
Για περισσότερα απο 40 χρόνια, η Χλωροκίνη (CQ), που φέρει τον φαρμακοφόρο πυρήνα της 7-χλωροκινολίνης (7-CQ, 116), αποτελούσε ένα από τα πιο σημαντικά ανθελονοσιακά φάρμακα. Την τελευταία δεκαετία, ως ανθελονοσιακό φάρμακο αιχμής θεωρείται η Αρτεμισινίνη (ART, 1), η οποία εμφανίζει παράλληλα και αντικαρκινική δράση. Πρόσφατα, οι παράγοντες G (Growth Factors, 100), που φέρουν έναν ενδοπεροξειδικό δεσμό, όπως και το μόριο της αρτεμισινίνης, αποτέλεσαν ελκυστικούς στόχους για την ανάπτυξη συνθετικών αναλόγων και την μελέτη αυτών, αποκαλύπτοντας έτσι τις ενδιαφέρουσες ανθελονοσιακές ιδιότητές τους.
Στην παρούσα εργασία παρουσιάζεται η σύνθεση μιας βιβλιοθήκης νέων ανθελονοσιακών μορίων με πιθανώς βελτιωμένη δράση, όπου συνδυάζοντας τους τρεις παραπάνω φαρμακοφόρους πυρήνες προέκυψαν συζεύγματα που φέρουν πολυαμινικούς συνδέτες, αλλά και υβριδικά παράγωγα. Επίσης η σύνθεση υδροξαμικών και υδραζιδίων των δυο ενδοπεροξειδίων αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα τροποποίηση, αφού εκμεταλλευόμενοι την συνέργεια των δράσεων των δυο επιπλέον διαφορετικών φαρμακοφόρων, τα ανάλογα αυτά πιθανώς να εμφανίσουν ενισχυμένες ανθελονοσιακές ή/και αντικαρκινικές ιδιότητες. Τέλος, δεδομένης της σημασίας του Ν1-γουανιδύλ-1,7-διαμινοεπτάνιου (GDH, 119), το οποίο είναι ένας ισχυρός αναστολέας της συνθάσης της δεοξυ-υπουσίνης, θεωρήθηκε ενδαφέρουσα η σύνθεση νέων συζευγμάτων που θα περιέχουν μια μονάδα ενδοπεροξειδίου και μια μόναδα του αναστολέα GDH, τα οποία πιθανώς να εμφανίσουν βελτιωμένη αντικαρκινική δράση.
|