Η ευδαιμονία ως σκοπός της παιδείας στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού και του Νεοελληνικού Διαφωτισμού

Η διδακτορική διατριβή αποτελείται, πέραν της Εισαγωγής, από δύο Μέρη και ένα Παράρτημα. Το Α΄ Μέρος αφορά στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό ως πνευματικό κίνημα και τις διαστάσεις που πήρε στο πλαίσιό του η ιδέα της ευδαιμονίας ως σκοπός της παιδείας. Το Β΄ Μέρος αφορά στο πώς οι Έλληνες λόγιοι του νεοελλη...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Χριστοδουλίδου, Όλγα
Άλλοι συγγραφείς: Δελλής, Ιωάννης
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2020
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/13288
Περιγραφή
Περίληψη:Η διδακτορική διατριβή αποτελείται, πέραν της Εισαγωγής, από δύο Μέρη και ένα Παράρτημα. Το Α΄ Μέρος αφορά στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό ως πνευματικό κίνημα και τις διαστάσεις που πήρε στο πλαίσιό του η ιδέα της ευδαιμονίας ως σκοπός της παιδείας. Το Β΄ Μέρος αφορά στο πώς οι Έλληνες λόγιοι του νεοελληνικού Διαφωτισμού, και ιδιαίτερα οι λόγιοι που εντάσσονται στον κύκλο του Αδαμάντιου Κοραή, προσέγγισαν την ιδέα της ευδαιμονίας ως σκοπό της παιδείας. Στη διατριβή διερευνάται υπό ποίαν έννοια νοείται ειδικά για τους Έλληνες η παιδεία ως μέσο ευδαιμονίας, καθώς νοείται πρωτίστως ως μέσο πνευματικής και πολιτικής απελευθέρωσης. Η παιδεία που οδηγεί στην πρόοδο και την ευδαιμονία και έχει ως προϋπόθεση την ελευθερία θα πρέπει να έχει ως περιεχόμενο την ηθική φιλοσοφία, την πολιτική φιλοσοφία και μια κατάλληλα δομημένη χριστιανική αγωγή. Στο Α΄ Μέρος, που περιλαμβάνει 4 κεφάλαια, παρουσιάζεται το πρόβλημα της ευδαιμονίας στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό σε σχέση με την παιδεία, προκειμένου να διαπιστωθούν οι συγγένειες του νεοελληνικού με τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό ως προς θέμα της σχέσης παιδείας και ευδαιμονίας. Στο 1ο κεφάλαιο εξετάζονται απόπειρες ορισμού του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και προσδιορίζεται ο γεωγραφικός χώρος διάδοσης των Διαφωτιστικών ιδεών. Μέσα από ανάλυση διάφορων προσεγγίσεων του φαινομένου από μελετητές, παλαιότερους και σύγχρονους, καταγράφεται η ποικιλία των προσεγγίσεων του φαινομένου. Επίσης, στο ίδιο κεφάλαιο συνοψίζονται τα γενικά χαρακτηριστικά της σκέψης των διανοητών της περιόδου, όπως η αντίληψη περί αγαθής φύσης του ανθρώπου και δυνατότητας διαμόρφωσής του μέσω της εκπαίδευσης, η πίστη στις δυνατότητες του ορθού λόγου, που θα καθιστούσε τον άνθρωπο αυτόνομο και ικανό να κυριαρχήσει πάνω στη φύση, η απάλειψη των προκαταλήψεων, των δεισιδαιμονιών και της καταπίεσης από την εκκλησιαστική και την πολιτική εξουσία, και μια αισιόδοξη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η ανθρωπότητα διέθετε τις δυνατότητες να φτάσει σταδιακά σε μια κατάσταση τελειότητας, ήτοι καθολικής ανάπτυξης και ευδαιμονίας. Στην επιθυμητή ευδαιμονία θα συνέβαλλαν τόσο η πρόοδος της φιλοσοφικής και της επιστημονικής γνώσης όσο και η μεταρρύθμιση της παιδείας και γενικότερα των κοινωνικοπολιτικών θεσμών. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στην ιδέα περί υγιούς σχέσεως «ατόμου» και «κοινωνίας», η οποία τόνιζε την προτεραιότητα προώθησης του συλλογικού συμφέροντος σε σχέση με το φυσικό ένστικτο για άμεση ικανοποίηση του ατομικού συμφέροντος. Διαπιστώνεται ότι το ενδιαφέρον των περισσότερων λογίων και φιλοσόφων στρεφόταν προς την επιδίωξη της επίγειας ευδαιμονίας. Την επιδίωξη αυτή τη θεωρούσαν επιτεύξιμη τόσο σε επίπεδο ατόμων όσο και σε επίπεδο κοινωνίας στο πλαίσιο της αρμονικής συνύπαρξης εντός πολιτικής κοινωνίας. Το 2ο κεφάλαιο επικεντρώνεται στις επιμέρους μορφές που προσέλαβε ο Διαφωτισμός και τους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβάνονταν οι εκφραστές της κάθε όψης του κινήματος την ιδέα της ευδαιμονίας. Στο πρώτο υποκεφάλαιο παρουσιάζονται οι γενικότερες τάσεις που επικρατούσαν και ειδικότερα η αντίθεση ανάμεσα στο κύριο ρεύμα του μετριοπαθούς Διαφωτισμού και του ακραίου ριζοσπαστισμού. Μέχρι το 1740 περίπου επικρατούσε μια διαμάχη ανάμεσα στους Καθολικούς χριστιανούς, κληρικούς και λαϊκούς: η μία παράταξη πρέσβευε ότι οι κοσμικές ηδονές είναι ασυμβίβαστες με τη χριστιανική ζωή, ενώ η άλλη αποδεχόταν ως ένα βαθμό την ύπαρξη ηδονών στη ζωή του χριστιανού. Από τις δύο αυτές τάσεις, μέχρι το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα κυριαρχούσε η δεύτερη. Μετά το 1740 η διαμάχη μετατοπίστηκε ανάμεσα σε χριστιανούς και philosophes. Οι δεύτεροι ασκούσαν κριτική κατά του χριστιανισμού• τον θεωρούσαν «εχθρό της επίγειας ευδαιμονίας», ενώ οι περισσότεροι εκπρόσωποι της Εκκλησίας συμφωνούσαν πλέον ότι το κοσμικό πνεύμα είναι ενάντια στις αρχές του χριστιανικού δόγματος. Υπήρχαν, βέβαια, και λαϊκοί χριστιανοί ηθικολόγοι οι οποίοι δεν απέρριπταν εντελώς τη δυνατότητα συνύπαρξη της προσδοκίας της ουράνιας σωτηρίας με ορισμένες επίγειες ηδονές. Στο πλαίσιο του νεοελληνικού Διαφωτισμού, τώρα, η μετριοπαθής, διαλλακτική αντίληψη περί φιλοσοφίας ονομαζόταν συχνά «υγιής φιλοσοφία». Την εποχή εκείνη στον ελληνόφωνο χώρο η Εκκλησία στάθηκε κάποιες φορές αντίθετη στις νέες φιλοσοφικές και επιστημονικές εξελίξεις, με αποτέλεσμα οι οπαδοί των νέων ιδεών να δείχνουν αντικληρική διάθεση και εξαιτίας αυτής της στάσης τους να κατηγορούνται για αθεϊσμό. Με την προσέγγιση που πρότεινε η «υγιής φιλοσοφία» μπορούσε να επιτευχθεί άμβλυνση των αντιθέσεων. Το δεύτερο υποκεφάλαιο αναφέρεται στο ρεύμα του «μετριοπαθούς Διαφωτισμού» και επιχειρείται να δειχθεί ότι οι περισσότεροι νεοέλληνες Διαφωτιστές ανήκαν στο ρεύμα αυτό, το οποίο αποτελούσε την πιο ισχυρή τάση, ιδιαίτερα μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Οι μετριοπαθείς εκπρόσωποι του Διαφωτισμού, χριστιανοί διανοούμενοι, κληρικοί και λαϊκοί, θεωρούσαν τους όρους «ευσέβεια» και «ευγένεια» συμβατούς. Ο κοινωνικοποιημένος χριστιανός μπορούσε να απολαμβάνει με μέτρο τις ηδονές του επίγειου κόσμου αλλά και να παραμένει άνθρωπος της ευεργεσίας. Στο τρίτο υποκεφάλαιο παρουσιάζεται η ριζοσπαστική τάση, η οποία συνδεόταν από τη μία με τους ντεϊστές και από την άλλη με τους άθεους. Οι ριζοσπάστες διαχώριζαν τα ζητήματα ηθικής και θεολογίας και επεδίωκαν να καταστήσουν την επίγεια ευδαιμονία, ατομική και συλλογική, αποκλειστικό σκοπό της πολιτικής και ηθικής φιλοσοφίας, αν και δεν απέρριπταν ολοκληρωτικά βασικές αξίες που είχαν συνδεθεί παραδοσιακά με τη χριστιανική ηθική, όπως η υπεροχή του συλλογικού συμφέροντος έναντι του ατομικού. Σε επόμενο υποκεφάλαιο παρουσιάζεται η ιδέα της «προόδου», η οποία αφορά στην πίστη στη δυνατότητα βελτίωσης και τελειοποίησης του ανθρώπου σε ηθικό επίπεδο στην πορεία της ιστορίας και είναι κατά συνέπεια συνδεδεμένη με την έννοια της ευδαιμονίας και της τελειότητας ως του «υπέρτατου αγαθού», όπως αυτό νοείται στο πλαίσιο των ευδαιμονιστικών θεωριών. Ακολουθεί υποκεφάλαιο στο οποίο περιγράφεται η οπτική της χριστιανικής αντίληψης για την πρόοδο και την ευδαιμονία, η οποία αναβιώνει στον 18ο αιώνα. Το «ύψιστο αγαθό» (summum bonum) για τον χριστιανισμό από τη μία πλευρά καθίσταται εφικτό μέσω της άσκησης της χριστιανικής αρετής στη γη και από την άλλη κατακτάται μόνο μετά τον θάνατο. Έτσι, η χριστιανική αντίληψη περί ιστορίας αποτελούσε εμπόδιο για την εξάπλωση της ιδέας της προόδου, γεγονός το οποίο κατακρίθηκε από τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού, αφού η έννοια της προόδου ήταν λογικά ασύμβατη με τη χριστιανική αντίληψη για την εξέλιξη της ιστορίας. Η καχύποπτη στάση που επιδείκνυαν οι επίσημοι εκπρόσωποι της χριστιανικής θρησκείας και οι χριστιανοί ηθικολόγοι απέναντι σε κάθε μορφή ικανοποίησης της φιλαυτίας και του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης και του εγωισμού άρχισε να παραχωρεί έδαφος σε μια νέα μορφή φιλαυτίας του ατόμου, και θεωρείτο πλέον κίνητρο για συνετή απόλαυση κάποιων ευχαριστήσεων, ενώ παράλληλα καθιστούσε το άτομο πρόθυμο, όταν η ανάγκη θα το απαιτούσε, να θυσιάσει την άμεση ικανοποίηση του ατομικού του συμφέροντος για την προώθηση του συλλογικού καλού των ανθρώπων που ήταν γύρω του και της κοινωνίας γενικότερα. Στο επόμενο υποκεφάλαιο συζητούνται οι απαισιόδοξες απόψεις ως προς το ζήτημα αν ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει τα πάθη του και τον εγωισμό του και να συνυπάρξει εντός πολιτισμένης και ευδαίμονος κοινωνίας. Παραλλαγές αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας εντοπίζονται στη σκέψη πολλών διανοητών, παρακολουθώντας ενίοτε τις εναλλαγές στη διάθεσή τους σύμφωνα με τα εκάστοτε βιώματά τους. Στη συνέχεια συζητείται η πίστη σε ένα ιδεώδες αέναης προόδου της ιστορίας και του πολιτισμού της ανθρωπότητας ως όλου, η οποία αναδύθηκε με αφορμή την πρόοδο στις φυσικές επιστήμες στα τέλη του 17ου αιώνα. Σύμφωνα με την αισιόδοξη άποψη περί ηθικής προόδου του ανθρώπου, η πρόοδος στη γνώση των νόμων της ηθικής και της πολιτικής μέσω της παιδείας θα απελευθέρωνε τον άνθρωπο από προλήψεις και δεισιδαιμονίες, θα εκδημοκράτιζε την κοινωνική ζωή και θα οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη των τεχνών και των επιστημών, γεγονός που τελικά θα οδηγούσε στην ευδαιμονία. Στο πλαίσιο της ιδέας περί προόδου, η οποία συνδέεται με τις θεωρήσεις περί ευδαιμονίας, γίνεται σε επόμενο υποκεφάλαιο αναφορά στην έννοια του ανθρωπισμού, η οποία προωθούσε αξίες που πλησίαζαν σε μεγάλο βαθμό τις βασικές αρχές του ρεύματος του Διαφωτισμού. Ο ανθρωπισμός, πνευματικό κίνημα που αναπτύχθηκε κυρίως στην Ιταλία από τα μέσα του 14ου αιώνα μέχρι το τέλος του 15ου, προωθούσε μέσω της εκπαίδευσης τη μελέτη της αρχαίας γραμματείας, της γραμματικής, της ρητορικής, της ιστορίας, της ποίησης και της ηθικής φιλοσοφίας, με άλλα λόγια μια επικέντρωση στον άνθρωπο, πίστη στον ορθό λόγο και την αυτονομία ως θεμελιώδεις όψεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στη φιλοσοφική αισιοδοξία ή «οπτιμισμό» ως έκφραση του ανθρωπισμού στα χρόνια του Διαφωτισμού. Πρόκειται για τη γενικότερη αντίληψη ότι ο Θεός είναι αγαθός και ως εκ τούτου, παρ’ όλα τα κακά που φέρνει η τύχη, ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο που θα μπορούσαμε να ζούμε. Εν συνεχεία παρουσιάζονται τα σημαντικότερα έργα που πραγματεύονταν τη σχέση θεολογίας, ευδαιμονίας και παιδείας στην Ευρώπη κατά τον 18ο αιώνα, γραμμένα από θεολόγους, λαϊκούς και κληρικούς, αλλά και φιλοσόφους. Σε αυτά αναδεικνύονται τα χαρακτηριστικά του ιδεώδους, του τέλειου, «έντιμου» χριστιανού, που αποτέλεσε, όπως υποστηρίζεται, τη θεωρητική βάση του «μετριοπαθούς Διαφωτισμού», του οποίου έκφανση αποτέλεσε και ο νεοελληνικός, αφού οι Έλληνες λόγιοι στην πλειονότητά τους ήσαν κληρικοί και εμπιστεύονταν κείμενα γραμμένα από θεολογούντες συγγραφείς, δηλαδή κείμενα γραμμένα κατά κανόνα εντός του πλαισίου της «υγιούς φιλοσοφίας». Ταυτόχρονα, για τους «φιλοσόφους» (philosophes), τους υπέρμαχους της κοινωνίας και εχθρούς της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων, ο άνθρωπος θεωρούνταν από τη φύση του αγαθός και δεν έφερε ευθύνη για κάποιο «προπατορικό αμάρτημα», ώστε να μην έχει δικαίωμα και δυνατότητα κατάκτησης ευδαιμονίας επί της γης. Η κατάκτηση της ατομικής και συλλογικής ευδαιμονίας θα επιτυγχανόταν μέσω της κατάκτησης και άσκησης της αρετής από όλους τους ανθρώπους που θα μετείχαν της νέας ηθικής και πολιτικής παιδείας. Αυτό πίστευε και ο Κοραής, όπως δείχνεται διεξοδικά στη συνέχεια, ο οποίος ταύτιζε την ηθική με την πολιτική παιδεία, μέσω της οποίας μπορεί να κατακτηθεί τόσο η ατομική όσο και η συλλογική ευδαιμονία. Στο δεύτερο υποκεφάλαιο παρουσιάζεται το ιδεώδες του «έντιμου», τέλειου χριστιανού ανθρώπου ως η θεωρητική βάση της ηθικής του μετριοπαθούς Διαφωτισμού. Εκπρόσωποι του μετριοπαθούς Διαφωτισμού, υποστηρίζεται, πρέπει να θεωρηθούν και οι περισσότεροι λόγιοι του νεοελληνικού Διαφωτισμού, ιδιαίτερα όσοι έδρασαν περί τα τέλη του 18ου αιώνα και ασπάστηκαν σε μικρό ή σε μεγάλο βαθμό ιδέες του Αδαμάντιου Κοραή. Εκείνη την εποχή γράφτηκαν πολλά έργα που υπεράσπιζαν μια συνδυαστική αντίληψη για την αξία των ηδονών και του χριστιανικού βίου. Στη συνέχεια μελετάται η αντίληψη των φιλοσόφων για το περιεχόμενο που λαμβάνει η αρετή χωρίς να έρχεται σε αντίθεση με τη χριστιανική ιδέα της αρετής, περί τα μέσα του 18ου αιώνα. Οι φιλόσοφοι ξεκινούν από τη βασική αρχή ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του αγαθός, σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις του νόμου της ανθρώπινης φύσης που είναι εγγεγραμμένος στην ανθρώπινη καρδιά, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να μην επιζητεί την ευδαιμονία του, σε συνάρτηση πάντα με την ευδαιμονία των άλλων γύρω του. Στο υποκεφάλαιο 4 αναδεικνύεται η διαμάχη χριστιανών και φιλοσόφων περί του δυνατού της επίγειας ευδαιμονίας και υποστηρίζεται ότι, παρά την ύπαρξη διαφορετικών στάσεων σε σχέση με την ευδαιμονία και την πιθανή συμφιλίωσή της με την ηδονή, οι τάσεις συνυπήρχαν στη διάρκεια του 18ου αιώνα, χωρίς να διακρίνονται χρονικά μεταξύ τους. Στο 4ο κεφάλαιο παρουσιάζονται σημεία στα οποία διαφοροποιούνται φιλόσοφοι του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και διαπιστώνεται πως φιλοσοφία και χριστιανισμός δεν βρίσκονταν πάντοτε σε αντιπαράθεση κατά τον 18ο αιώνα. Τις περισσότερες φορές, κάτω από τις επιταγές της επίγειας ευδαιμονίας του ανθρώπου, κανόνες φιλοσοφικοί και κανόνες θρησκευτικοί μοιάζουν να υπογραμμίζουν τα ίδια πράγματα. Υπήρχαν αρκετά κοινά σημεία στις αντιλήψεις περί ευδαιμονίας, παρόλο που κάθε διανοούμενος φώτιζε με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες όψεις της έννοιας της ευδαιμονίας• όπως διαπιστώνεται, η πλειονότητα των σχετικών έργων (ηθικής, φιλοσοφίας και θεολογίας) αποκαλύπτουν πολλαπλές διασυνδέσεις ανάμεσα στα φιλοσοφικά και τα χριστιανικά θέματα. Αυτό καταδεικνύεται με αναφορά σε μείζονες στοχαστές της περιόδου, αλλά και σε ελάσσονες, με μεγάλη ή μικρότερη επίδραση στη διαμόρφωση των θεωριών που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της φιλοσοφίας κατά τον 18ο αιώνα. Σε επόμενα υποκεφάλαια παρουσιάζεται η θεωρία του Fontenelle (1657-1757), η οποία θεωρείται πρόδρομος της Διαφωτιστικής αντίληψης περί ευδαιμονίας, ενώ παρακάτω μελετώνται οι βασικές αρχές που διέπουν την έννοια της ευδαιμονίας όπως την αντιλαμβάνονται οι φιλόσοφοι του 18ου αιώνα, μέσα από το λήμμα του abbé Jean Pestré (1723-1821) «Bonheur» στην Εγκυκλοπαίδεια των d’Alembert και Diderot, όπως και σε μετριοπαθείς φιλοσόφους του 18ου αιώνα, που προσπαθούσαν να συμβιβάσουν τις αρχές του χριστιανισμού με τις επιταγές της πρακτικής φιλοσοφίας της επίγειας ευδαιμονίας. Σε επόμενο υποκεφάλαιο αναδεικνύεται η σύνδεση Πολιτικής και Ηθικής φιλοσοφίας ως περιεχομένων της παιδείας που οδηγεί σε κατάκτηση της επίγειας ευδαιμονίας σε γνωστά ευρωπαϊκά έργα, σύνδεση την οποία προωθεί ο Κοραής και οι λόγιοι που ανήκουν στον κύκλο του. Τη νέα ηθική ή «επιστήμη της ευδαιμονίας» προωθεί και ο Γάλλος Paradis de Raymondis (1746-1800) μέσω του δημοφιλούς έργου του Traité élémentaire de morale et du bonheur (Lyon, 1784). Πρόκειται για την Επιστήμη της Ευδαιμονίας, επιστήμη που οδηγεί με μέθοδο και με ευκολία τον άνθρωπο στην κατάκτηση της ευδαιμονίας του, γιατί ακριβώς σέβεται τις ανάγκες της φύσης. Το έργο αυτό επέλεξε να μεταφράσει στην ελληνική γλώσσα ο ιατρός και λόγιος Μιχαήλ Χρησταρής (1773-1831), γεγονός που δείχνει τη σημαντική επίδραση και απήχηση των ιδεών του. Το Β΄ Μέρος, που αφορά τον νεοελληνικό Διαφωτισμό, μελετά το πώς προσέγγισαν οι λόγιοι που ανήκαν στον ιδεολογικό κύκλο του Κοραή τη σχέση ευδαιμονίας και παιδείας. Στο 1ο κεφάλαιο παρουσιάζεται η αλληλεπίδραση του ευρωπαϊκού με τον νεοελληνικό Διαφωτισμό και αναδεικνύονται βασικά ζητήματα κοινά στη σκέψη των διανοητών και των δύο πνευματικών κινημάτων. Στο 1ο υποκεφάλαιο καταδεικνύεται πως οι απόψεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού για την παιδεία που οδηγεί σε ηθικοπολιτική πρόοδο και ευδαιμονία πέρασαν και στα κείμενα νεοελλήνων Διαφωτιστών, με τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό σε ρόλο πρόδρομου κινήματος που ενέπνευσε την ανάπτυξη του ανάλογου πνευματικού κινήματος στον ελληνικό χώρο. Εκφραστές του κινήματος υπήρξαν συγκεκριμένοι «διδάσκαλοι του Γένους», οι οποίοι στόχευαν στην πνευματική αναγέννηση του Γένους μέσω της παιδείας, που θα οδηγούσε στην κατάκτηση της ελευθερίας και εν συνεχεία της ατομικής και ταυτόχρονα συλλογικής ευδαιμονίας. Σε επόμενα υποκεφάλαια συζητείται το ζήτημα της πρωτοτυπίας ή μη των κειμένων του νεοελληνικού Διαφωτισμού και συμπεραίνεται ότι οι λόγιοι και «δάσκαλοι του Γένους» δεν ακολούθησαν τυφλά την αρχαία φιλοσοφία και το «ένδοξο» πνευματικό παρελθόν της Ελλάδας, αλλά χρησιμοποίησαν τη μετάφραση και τον εκλεκτισμό με σκοπό την πρόσληψη και μετάδοση ευρωπαϊκών φιλοσοφικών και επιστημονικών Διαφωτιστικών ιδεών μέσω κυκλοφορίας κατάλληλων προς τούτο βιβλίων. Η μετάφραση ήταν ένα από τα προτάγματα του Διαφωτισμού, προκειμένου να διαδοθούν οι ιδέες του με σκοπό την πνευματική αλλά και την πολιτική αφύπνιση των λαών της Ευρώπης. Αντίστοιχα, ο εκλεκτισμός ήταν ένας προβεβλημένος και διαδεδομένος modus philosophandi στη Δύση κατά τους 17ο και 18ο αιώνα. Στο 4ο υποκεφάλαιο περιγράφονται θέματα που έχουν σχέση με την «υγιή φιλοσοφία» ως έκφραση του «μετριοπαθούς» φιλοσοφικού στοχασμού. Όπως δείχνεται, παρά τη σθεναρή αντίδραση από ορισμένους συντηρητικούς κύκλους, που πολέμησαν εναντίον κάθε απόπειρας ανανέωσης της πνευματικής ζωής, η νέα πνοή στην εκπαιδευτική πράξη έρχεται μέσω της «υγιούς φιλοσοφίας» και περιλαμβάνει ως περιεχόμενο εκπαίδευσης τη διδασκαλία φυσικών, μαθηματικών επιστημών και της σύγχρονης φιλοσοφικής επιστήμης. Η νέα «Ηθική Επιστήμη» ή «Πρακτική Φιλοσοφία» και η παραγωγή έργων ηθικής, είτε ως πρωτότυπων έργων είτε ως μεταφράσεων, στην Ευρώπη του 18ου αιώνα θέτει ως κεντρικό της αίτημα την επίγεια ευτυχία του ατόμου σε σχέση με το κοινωνικό σύνολο, περιλαμβάνει κανόνες που δεν υπαγορεύονται από τη χριστιανική πίστη, αν και δεν συγκρούονται μ’ αυτήν, και επιπλέον μπορεί να βοηθήσει στον συμβιβασμό καθημερινής πρακτικής και χριστιανικής ηθικής, αντίληψη που χαρακτηρίζει το ρεύμα του «μετριοπαθούς Διαφωτισμού». Στο 5ο υποκεφάλαιο περιγράφεται η στροφή προς την παιδαγωγική σκέψη και την παραγωγή ηθικοδιδακτικών και πολιτικών έργων στο πλαίσιο του νεοελληνικού Διαφωτισμού κατά το παράδειγμα του ευρωπαϊκού. Οι Έλληνες λόγιοι κατέβαλαν έντονες προσπάθειες πνευματικής αναγέννησης του Γένους. Στο πλαίσιο της ανάπτυξης και προώθησης μιας παιδείας που θα οδηγούσε στην ατομική και συλλογική ευδαιμονία και μιας εκπαίδευσης που θα είχε ως περιεχόμενο την Ηθική και την Πολιτική φιλοσοφία και τη χριστιανική ηθική μετέφρασαν, προλόγισαν και συνέγραψαν σημαντικά έργα. Γράφτηκαν διδακτικά εγχειρίδια που προορίζονταν τόσο για οικιακή εκπαίδευση όσο και για σχολική διδασκαλία, όπως και μελέτες με παιδαγωγικό περιεχόμενο που δημοσιεύθηκαν σε περιοδικά όπως ο Ερμής ο Λόγιος. Τα έργα αυτά, που συνήθως έφεραν τον τίτλο Παιδαγωγία, μαρτυρούν το μεγάλο ενδιαφέρον των λογίων της περιόδου σχετικά με την παιδεία, τους σκοπούς, τις μεθόδους και το περιεχόμενο που οδηγεί σε ατομική και συλλογική ευδαιμονία, κατά το πρότυπο αντίστοιχων ευρωπαϊκών έργων. Ο όρος «παιδαγωγία» αποκτά φιλοσοφικο-παιδευτικό περιεχόμενο ανάμεσα στο 1780 και το 1820. Αυτό μαρτυρείται από τις περιπτώσεις ελληνικών μεταφράσεων αντίστοιχων ευρωπαϊκών έργων. Πρόκειται για την ανθρωποκεντρική τάση που παρατηρήθηκε και στα ευρωπαϊκά έργα φιλοσοφίας και παιδαγωγικής ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα, τάση που προωθεί μια «Επιστήμη της Ηθικής» ή «Επιστήμη της Ευδαιμονίας». Στη συνέχεια επιδιώκεται να αναδειχθεί το έντονο ενδιαφέρον των Ελλήνων λογίων για την ιδέα της ευδαιμονίας και τη σχέση της με την παιδεία. Οι Έλληνες λόγιοι, επηρεαζόμενοι από τους προδρόμους τους Ευρωπαίους συγγραφείς και φιλοσόφους, προσπαθούν να καταστήσουν σαφές ότι η παιδεία που δύναται να οδηγήσει τα άτομα και την πολιτική κοινωνία στην επίγεια ευδαιμονία είναι η παιδεία που έχει ως περιεχόμενο την Ηθική και την Πολιτική φιλοσοφία σε συνδυασμό με τη χριστιανική αγωγή. Στα κεφάλαια 2-8 που ακολουθούν αναλύονται κείμενα των μειζόνων Ελλήνων λογίων που διατύπωσαν απόψεις περί του περιεχομένου της παιδείας που συμβάλλει στην ευδαιμονία (χωρίς να παραβλέπεται η προσφορά ελασσόνων λογίων): των Αδαμάντιου Κοραή, Νεόφυτου Βάμβα, Δημήτριου Δάρβαρη, Κωνσταντίνου Βαρδαλάχου, Κωνσταντίνου Κούμα, Αθανάσιου Ψαλίδα και Νεόφυτου Δούκα. Ακολουθεί Παράρτημα, στο οποίο παρουσιάζεται, συνοπτικά μεν αλλά για πρώτη φορά, ένα ελληνικό χειρόγραφο του 18ου αιώνα αποκείμενο στη συλλογή της Ι. Μ. Ταξιαρχών Αιγίου που σώζει έργο με τίτλο Πρακτική Φιλοσοφία υπό το όνομα του Αντώνιου Μοσχόπουλου (1718-1788). Το έργο, ανάμεσα σε άλλα, πραγματεύεται θέματα Ηθικής και Πολιτικής φιλοσοφίας και αναφέρεται στο ζήτημα της σχέσης παιδείας και ευδαιμονίας. Συγκροτείται ακριβής πίνακας σύγκρισης των κεφαλαίων του ελληνικού χειρογράφου και του πρωτότυπου λατινικού έργου, γραμμένου από τον Ludwig Philipp Thümmig (1697-1728), μαθητή του Christian Wolff (1679-1754). Συνοπτικά, η πρωτοτυπία της διατριβής έγκειται στα εξής. (1) Επιχειρείται για πρώτη φορά μια συνολική θεώρηση της θέσης της έννοιας της ευδαιμονίας στα ηθικά και πολιτικά κείμενα του νεοελληνικού Διαφωτισμού και της σχέσης της με την παιδεία. (2) Επιχειρείται να διακριβωθεί η ισορροπία που επιχειρήθηκε στα έργα αυτά μεταξύ επίγειας και μεταθανάτιας ευδαιμονίας. (3) Δείχνεται ότι η κύρια πηγή των σχετικών ηθικών και παιδαγωγικών ιδεών ήταν το «μετριοπαθές» ρεύμα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, έργα των εκπροσώπων του οποίου νεοέλληνες λόγιοι μετέφραζαν ή αναπαρήγαν ελεύθερα σε έργα δικά τους.