Ξύλινες δομικές ενισχύσεις στη Βυζαντινή αρχιτεκτονική

Στην παρούσα εργασία διερευνήθηκε η ύπαρξη ξύλινων ενισχύσεων και ενισχυτικών διατάξεων σε πάνω από τριακόσιους Βυζαντινούς ναούς, δίνοντας τη δυνατότητα να χαραχθεί ένα γενικό διάγραμμα της χρήσης τους στη Βυζαντινή αρχιτεκτονική, με ιδιαίτερη έμφαση στο γίγνεσθαι του Ελλαδικού χώρου, αλλά και τις...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Κουμάντος, Αθανάσιος
Άλλοι συγγραφείς: Μαμαλούκος, Σταύρος
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2020
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/13289
id nemertes-10889-13289
record_format dspace
institution UPatras
collection Nemertes
language Greek
topic Βυζαντινή αρχιτεκτονική
Ενισχύσεις
Ξυλοδεσιές
Byzantine architecture
Reinforcements
Timber reinforcements
723.2
spellingShingle Βυζαντινή αρχιτεκτονική
Ενισχύσεις
Ξυλοδεσιές
Byzantine architecture
Reinforcements
Timber reinforcements
723.2
Κουμάντος, Αθανάσιος
Ξύλινες δομικές ενισχύσεις στη Βυζαντινή αρχιτεκτονική
description Στην παρούσα εργασία διερευνήθηκε η ύπαρξη ξύλινων ενισχύσεων και ενισχυτικών διατάξεων σε πάνω από τριακόσιους Βυζαντινούς ναούς, δίνοντας τη δυνατότητα να χαραχθεί ένα γενικό διάγραμμα της χρήσης τους στη Βυζαντινή αρχιτεκτονική, με ιδιαίτερη έμφαση στο γίγνεσθαι του Ελλαδικού χώρου, αλλά και τις εξελίξεις στο επίκεντρο της Βυζαντινής επικράτειας, την Κωνσταντινούπολη και την άμεση περιφέρειά της. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της πρώιμης Βυζαντινή περιόδου, έως την περίοδο του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η οικοδομική τεχνολογία των Βυζαντινών μαστόρων δεν είχε υιοθετήσει τη χρήση ξύλινων ενισχύσεων. Οι τοιχοποιίες των κτισμάτων ενισχύονταν με την ενσωμάτωση σε αυτές διάτονων πλίνθινων στρώσεων, ή μη διάτονων πλίνθινων στρώσεων ή/και λίθινων κοσμητών στις δύο παρειές της τοιχοποιίας. Η πρώτη γνωστή στην έρευνα χρήση ξύλινων ενισχύσεων εμφανίζεται κατά την περίοδο του Ιουστινιανού, κυρίως στις κινστέρνες της Κωνσταντινούπολης, και στο μεγαλεπήβολο ναό της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης (αρ. κατ 13), κυρίως ως μεμονωμένες ξύλινες ενισχύσεις που τοποθετούνται σε σχέση με ελεύθερα ιστάμενα υποστυλώματα (κίονες). Εντούτοις, σε μικρότερους, σύγχρονους ναούς της Κωνσταντινούπολης δεν εμφανίζονται ξύλινες ενισχύσεις, ενώ μία αινιγματική όσον αφορά την επιμέλεια σχεδιασμού και εκτέλεσης ολοκληρωμένη ξύλινη ενισχυτική διάταξη εμφανίζεται στο κέντρο της Μικράς Ασίας στη λεγόμενη Κόκκινη Εκκλησιά (αρ. κατ. 20). Κατά την περίοδο των λεγόμενων Σκοτεινών Αιώνων ανάμεσα στα τέλη του 6ου και τα μέσα του 9ου αιώνα, αλλά και έως ακόμη αργότερα, ήτοι τα μέσα του 10ου αιώνα περίπου η συντριπτική πλειονότητα των βυζαντινών κτισμάτων δεν δείχνει από τα μέχρι σήμερα στοιχεία να κάνει χρήση ξύλινων ενισχύσεων, συνεχίζοντας τις πρακτικές των προηγούμενων περιόδων, δηλαδή τη χρήση πλίνθινων ζωνών και λίθινων κοσμητών. Εξαιρέσεις αποτελούν από τη μία η μετασκευή της Αγίας Ειρήνης Κωνσταντινούπολης (αρ. κατ. 12), και ορισμένοι ναοί της Βιθυνίας, στους οποίους και πάλι ξύλινες ενισχύσεις εμφανίζονται μεμονωμένα σε σχέση με ελεύθερα υποστυλώματα, ή σε μικρής έκτασης διατάξεις, καθώς και ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Φιλαδέφεια (Alaşehir) της Μικράς Ασίας (αρ. κατ. 23) όπου εντυπωσιακού μήκους ξύλινα στοιχεία δείχνουν να ενίσχυαν το σύνολο της θολοδομίας του, και από την άλλη δύο πρώιμοι ναοί της Καστοριάς, οι οποίοι παρά το μικρό μέγεθός τους ενισχύονται με ολοκληρωμένες διατάξεις σε δύο ή και τρεις στάθμες. Κατά το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα αρχίζουν πλέον να κάνουν την εμφάνισή τους ξύλινες ενισχύσεις σε συστηματική χρήση σε πλήθος από επιμέρους στάθμες στα κτίσματα, όπως καταδεικνύουν αρκετά παραδείγματα ναών υψηλών προθέσεων του Αγίου Όρους, ο ναός της Παναγίας του Οσίου Λουκά (αρ. κατ. 270), το σύνολο σχεδόν των πρώιμων χριστιανικών μνημείων της Ρωσίας του Κιέβου, καθώς σημαντικοί ναοί της περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας, όπως η βασιλική του Αγίου Αχιλλείου Πρεσπών (αρ. κατ. 111) και ορισμένοι ναοί της Καστοριάς. Μολονότι κατά την παρούσα έρευνα δεν εντοπίστηκαν στοιχεία για τη χρήση ξύλινων ενισχύσεων από την ίδια την Κωνσταντινούπολη, κυρίως λόγω έλλειψης μνημείων που προσφέρονται για έρευνα, εντούτοις ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα σε όλες τις παραπάνω υποομάδες μνημείων είναι η σαφής επιρροή που έχουν δεχθεί από αυτή. Έτσι είναι επόμενο να συμπεράνει κανείς ότι η χρήση ξύλινων ενισχύσεων που ξεκίνησε σε μεγάλο βαθμό στη πρωτεύουσα κατά τις προηγούμενες περιόδους, καθιερώθηκε στην αρχιτεκτονική της και εισήχθη στις υπόλοιπες περιφέρειες της αυτοκρατορίας μέσω μετακινούμενων οικοδομικών συνεργείων της Πόλης. Από την άλλη, ακόμα και μέσα στον 11ο αιώνα, σύγχρονα μνημεία της λεγόμενης ‘ελλαδικής’ σχολής συνεχίζουν την πρακτική της χρήσης λίθινων κοσμητών, τόσο στους μεταβατικού τύπου, όσο και σε άλλου τύπου ναούς. Η σαφής διαφοροποίηση των δύο ‘σχολών’ καθ’ όλη τη διάρκεια της μεσοβυζαντινής περιόδου εμφανίζεται μάλιστα ακόμα εντονότερα με την εμφάνιση και διάδοση του σύνθετου οκταγωνικού τύπου, κατεξοχήν δημιουργήματος της λεγόμενης ‘ελλαδικής’ σχολής, στον οποίο κατά τα φαινόμενα απουσιάζουν εντελώς οι ξύλινες ενισχύσεις, σε αντίθεση με τους ‘κωνσταντινουπολίτικους’ τύπους του απλού οκταγωνικού και του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, η πλειονότητα των δειγμάτων των οποίων εφοδιάζεται με ξύλινες ενισχυτικές διατάξεις. Στους υπόλοιπους ναοδομικούς τύπους της μεσοβυζαντινής περιόδου, όπως οι απλοί τετρακιόνιοι και οι δικιόνιοι, άλλοτε γίνεται χρήση ξύλινων ενισχύσεων και άλλοτε όχι, πιθανώς ανάλογα με τις καταβολές και τις πρακτικές των εκάστοτε οικοδομικών συνεργείων. Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελούν οι τρίκογχοι και τετράκογχοι ναοί, καθώς ενδεχομένως και οι συνεπτυγμένοι σταυροειδείς εγγεγραμμένοι, οι οποίοι ανεξαρτήτως μεγέθους δείχνουν να στερούνται ξύλινων ενισχύσεων (τουλάχιστον στον Ελλαδικό χώρο), ενδεχομένως καθώς αυτές δεν κρίνονταν απαραίτητες λόγω της πιο ευσταθούς γεωμετρίας τους. Αντιθέτως, στα παραδείγματα από άλλες περιοχές της Βυζαντινής επικράτειας που εξετάστηκαν, και ιδιαίτερα της Μικράς Ασίας, η χρήση ξύλινων ενισχύσεων φαίνεται να είναι σχεδόν καθολική, ακόμα και σε λιθόκτιστα κτίρια, όπως ορισμένα δείγματα ναών του 11ου αιώνα στην Καππαδοκία. Μετά την κατάλυση του βυζαντινού κράτους το 1204 οι οικοδομικές πρακτικές κάθε επιμέρους πολιτικής και γεωγραφικής οντότητας εξελίχθηκαν διαφορετικά. Έτσι στο Λατινοκρατούμενο Ελλαδικό χώρο η πρότερη εντόπια ‘απροθυμία’ χρήσης ξύλινων ενισχύσεων, συνδυάστηκε θα έλεγε κανείς με τη μη χρήση ξύλινων ενισχύσεων από τους Δυτικούς, η οποία αποδεικνύεται και από την πλήρη απουσία τους στα ελάχιστα φραγκικά μνημεία της Πελοποννήσου, με αποτέλεσμα στα λεγόμενα ΄φραγκοβυζαντινά’ μνημεία η χρήση ξύλινων ενισχύσεων να απουσιάζει σχεδόν εντελώς. Εξαίρεση δείχνουν να αποτελούν υποπεριοχές που διοικούνται από τους Ενετούς, όπως π.χ. η Χαλκίδα, οι οποίοι ενδεχομένως να είχαν ήδη υιοθετήσει τη χρήση ξύλινων ενισχύσεων πριν φτάσουν στον Ελλαδικό χώρο. Στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, η οικοδομική παράδοση της Κωνσταντινούπολης που μετέφεραν εκεί οι άρχοντές του, σε συνδυασμό ίσως με την ήδη πλούσια σε ξύλινες ενισχύσεις οικοδομική της Δυτικής Μακεδονίας, είχε ως αποτέλεσμα την εκτεταμένη χρήση ξύλινων ενισχυτικών διατάξεων στο σύνολο σχεδόν της μνημειακής παραγωγής. Εξίσου πλούσια σε ξύλινες ενισχύσεις, αν και δυστυχώς φτωχότερη σε μνημειακό πλούτο είναι και η αρχιτεκτονική της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, του λεγόμενου Κράτους των Λασκαριδών, στο οποίο φαίνεται να μεταφέρεται αυτούσια η οικοδομική τεχνολογία της Πρωτεύουσας, μαζί με τα συνεργεία που αναγκαστικά κατέφυγαν εκεί. Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, οι σημαντικότερες αρχιτεκτονικές εξελίξεις περιορίζονται στα αττικά κέντρα της Κωνσταντινούπολης, της Θεσσαλονίκης, και του Μυστρά, καθώς και στις σχετικά μικρές περιφέρειές τους. Οι ξύλινες ενισχύσεις τείνουν να χρησιμοποιούνται με την ίδια, ή και μάλιστα με μεγαλύτερη συχνότητα και σε πιο πυκνές και εκτενείς διατάξεις, τουλάχιστον στα κτίρια της σφαίρας της άμεσης επιρροής της Κωνσταντινούπολης, ενώ στη βόρεια Ελλάδα, και σε ορισμένα παραδείγματα της Θεσσαλονίκης, τοποθετούνται σε εμφανείς θέσεις στις παρειές της τοιχοποιίας, μαρτυρώντας μία κάποια αμέλεια στην κατασκευή. Από την άλλη, στο Μυστρά, ο συγκερασμός των δύο οικοδομικών παραδόσεων, αυτής του ελλαδικού χώρου και αυτής της Κωνσταντινούπολης, οδηγεί στη χρήση μεν ξύλινων ενισχύσεων, όμως σε μικρότερο αριθμό από στάθμες, και ενδεχομένως ίσως ούτε καν ενταγμένες σε ολοκληρωμένες ενισχυτικές διατάξεις. Τέλος, στη Χίο η κωνσταντινουπολίτικη οικοδομική παράδοση δείχνει από τη μία να ατονεί κάπως μετά την κατάληψή της από τους Γενουάτες, ενώ από την άλλη οι ξύλινες ενισχύσεις αρχίζουν να συνδυάζονται και με σιδηρά στοιχεία, προοιωνίζοντας τις μετέπειτα αρχιτεκτονικές εξελίξεις των μεταβυζαντινών χρόνων.
author2 Μαμαλούκος, Σταύρος
author_facet Μαμαλούκος, Σταύρος
Κουμάντος, Αθανάσιος
format Thesis
author Κουμάντος, Αθανάσιος
author_sort Κουμάντος, Αθανάσιος
title Ξύλινες δομικές ενισχύσεις στη Βυζαντινή αρχιτεκτονική
title_short Ξύλινες δομικές ενισχύσεις στη Βυζαντινή αρχιτεκτονική
title_full Ξύλινες δομικές ενισχύσεις στη Βυζαντινή αρχιτεκτονική
title_fullStr Ξύλινες δομικές ενισχύσεις στη Βυζαντινή αρχιτεκτονική
title_full_unstemmed Ξύλινες δομικές ενισχύσεις στη Βυζαντινή αρχιτεκτονική
title_sort ξύλινες δομικές ενισχύσεις στη βυζαντινή αρχιτεκτονική
publishDate 2020
url http://hdl.handle.net/10889/13289
work_keys_str_mv AT koumantosathanasios xylinesdomikesenischyseisstēbyzantinēarchitektonikē
AT koumantosathanasios timberreinforcementsinbyzantinearchitecture
_version_ 1771297256631173120
spelling nemertes-10889-132892022-09-05T14:08:20Z Ξύλινες δομικές ενισχύσεις στη Βυζαντινή αρχιτεκτονική Timber reinforcements in Byzantine architecture Κουμάντος, Αθανάσιος Μαμαλούκος, Σταύρος Κουφόπουλος, Πέτρος Βιντζηλαίου, Ελισάβετ Μιλτιάδου, Ανδρονίκη Πάλλης, Γεώργιος Τσακανίκα, Ελευθερία Ousterhout, Robert Koumantos, Athanasios Βυζαντινή αρχιτεκτονική Ενισχύσεις Ξυλοδεσιές Byzantine architecture Reinforcements Timber reinforcements 723.2 Στην παρούσα εργασία διερευνήθηκε η ύπαρξη ξύλινων ενισχύσεων και ενισχυτικών διατάξεων σε πάνω από τριακόσιους Βυζαντινούς ναούς, δίνοντας τη δυνατότητα να χαραχθεί ένα γενικό διάγραμμα της χρήσης τους στη Βυζαντινή αρχιτεκτονική, με ιδιαίτερη έμφαση στο γίγνεσθαι του Ελλαδικού χώρου, αλλά και τις εξελίξεις στο επίκεντρο της Βυζαντινής επικράτειας, την Κωνσταντινούπολη και την άμεση περιφέρειά της. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της πρώιμης Βυζαντινή περιόδου, έως την περίοδο του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η οικοδομική τεχνολογία των Βυζαντινών μαστόρων δεν είχε υιοθετήσει τη χρήση ξύλινων ενισχύσεων. Οι τοιχοποιίες των κτισμάτων ενισχύονταν με την ενσωμάτωση σε αυτές διάτονων πλίνθινων στρώσεων, ή μη διάτονων πλίνθινων στρώσεων ή/και λίθινων κοσμητών στις δύο παρειές της τοιχοποιίας. Η πρώτη γνωστή στην έρευνα χρήση ξύλινων ενισχύσεων εμφανίζεται κατά την περίοδο του Ιουστινιανού, κυρίως στις κινστέρνες της Κωνσταντινούπολης, και στο μεγαλεπήβολο ναό της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης (αρ. κατ 13), κυρίως ως μεμονωμένες ξύλινες ενισχύσεις που τοποθετούνται σε σχέση με ελεύθερα ιστάμενα υποστυλώματα (κίονες). Εντούτοις, σε μικρότερους, σύγχρονους ναούς της Κωνσταντινούπολης δεν εμφανίζονται ξύλινες ενισχύσεις, ενώ μία αινιγματική όσον αφορά την επιμέλεια σχεδιασμού και εκτέλεσης ολοκληρωμένη ξύλινη ενισχυτική διάταξη εμφανίζεται στο κέντρο της Μικράς Ασίας στη λεγόμενη Κόκκινη Εκκλησιά (αρ. κατ. 20). Κατά την περίοδο των λεγόμενων Σκοτεινών Αιώνων ανάμεσα στα τέλη του 6ου και τα μέσα του 9ου αιώνα, αλλά και έως ακόμη αργότερα, ήτοι τα μέσα του 10ου αιώνα περίπου η συντριπτική πλειονότητα των βυζαντινών κτισμάτων δεν δείχνει από τα μέχρι σήμερα στοιχεία να κάνει χρήση ξύλινων ενισχύσεων, συνεχίζοντας τις πρακτικές των προηγούμενων περιόδων, δηλαδή τη χρήση πλίνθινων ζωνών και λίθινων κοσμητών. Εξαιρέσεις αποτελούν από τη μία η μετασκευή της Αγίας Ειρήνης Κωνσταντινούπολης (αρ. κατ. 12), και ορισμένοι ναοί της Βιθυνίας, στους οποίους και πάλι ξύλινες ενισχύσεις εμφανίζονται μεμονωμένα σε σχέση με ελεύθερα υποστυλώματα, ή σε μικρής έκτασης διατάξεις, καθώς και ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Φιλαδέφεια (Alaşehir) της Μικράς Ασίας (αρ. κατ. 23) όπου εντυπωσιακού μήκους ξύλινα στοιχεία δείχνουν να ενίσχυαν το σύνολο της θολοδομίας του, και από την άλλη δύο πρώιμοι ναοί της Καστοριάς, οι οποίοι παρά το μικρό μέγεθός τους ενισχύονται με ολοκληρωμένες διατάξεις σε δύο ή και τρεις στάθμες. Κατά το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα αρχίζουν πλέον να κάνουν την εμφάνισή τους ξύλινες ενισχύσεις σε συστηματική χρήση σε πλήθος από επιμέρους στάθμες στα κτίσματα, όπως καταδεικνύουν αρκετά παραδείγματα ναών υψηλών προθέσεων του Αγίου Όρους, ο ναός της Παναγίας του Οσίου Λουκά (αρ. κατ. 270), το σύνολο σχεδόν των πρώιμων χριστιανικών μνημείων της Ρωσίας του Κιέβου, καθώς σημαντικοί ναοί της περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας, όπως η βασιλική του Αγίου Αχιλλείου Πρεσπών (αρ. κατ. 111) και ορισμένοι ναοί της Καστοριάς. Μολονότι κατά την παρούσα έρευνα δεν εντοπίστηκαν στοιχεία για τη χρήση ξύλινων ενισχύσεων από την ίδια την Κωνσταντινούπολη, κυρίως λόγω έλλειψης μνημείων που προσφέρονται για έρευνα, εντούτοις ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα σε όλες τις παραπάνω υποομάδες μνημείων είναι η σαφής επιρροή που έχουν δεχθεί από αυτή. Έτσι είναι επόμενο να συμπεράνει κανείς ότι η χρήση ξύλινων ενισχύσεων που ξεκίνησε σε μεγάλο βαθμό στη πρωτεύουσα κατά τις προηγούμενες περιόδους, καθιερώθηκε στην αρχιτεκτονική της και εισήχθη στις υπόλοιπες περιφέρειες της αυτοκρατορίας μέσω μετακινούμενων οικοδομικών συνεργείων της Πόλης. Από την άλλη, ακόμα και μέσα στον 11ο αιώνα, σύγχρονα μνημεία της λεγόμενης ‘ελλαδικής’ σχολής συνεχίζουν την πρακτική της χρήσης λίθινων κοσμητών, τόσο στους μεταβατικού τύπου, όσο και σε άλλου τύπου ναούς. Η σαφής διαφοροποίηση των δύο ‘σχολών’ καθ’ όλη τη διάρκεια της μεσοβυζαντινής περιόδου εμφανίζεται μάλιστα ακόμα εντονότερα με την εμφάνιση και διάδοση του σύνθετου οκταγωνικού τύπου, κατεξοχήν δημιουργήματος της λεγόμενης ‘ελλαδικής’ σχολής, στον οποίο κατά τα φαινόμενα απουσιάζουν εντελώς οι ξύλινες ενισχύσεις, σε αντίθεση με τους ‘κωνσταντινουπολίτικους’ τύπους του απλού οκταγωνικού και του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, η πλειονότητα των δειγμάτων των οποίων εφοδιάζεται με ξύλινες ενισχυτικές διατάξεις. Στους υπόλοιπους ναοδομικούς τύπους της μεσοβυζαντινής περιόδου, όπως οι απλοί τετρακιόνιοι και οι δικιόνιοι, άλλοτε γίνεται χρήση ξύλινων ενισχύσεων και άλλοτε όχι, πιθανώς ανάλογα με τις καταβολές και τις πρακτικές των εκάστοτε οικοδομικών συνεργείων. Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελούν οι τρίκογχοι και τετράκογχοι ναοί, καθώς ενδεχομένως και οι συνεπτυγμένοι σταυροειδείς εγγεγραμμένοι, οι οποίοι ανεξαρτήτως μεγέθους δείχνουν να στερούνται ξύλινων ενισχύσεων (τουλάχιστον στον Ελλαδικό χώρο), ενδεχομένως καθώς αυτές δεν κρίνονταν απαραίτητες λόγω της πιο ευσταθούς γεωμετρίας τους. Αντιθέτως, στα παραδείγματα από άλλες περιοχές της Βυζαντινής επικράτειας που εξετάστηκαν, και ιδιαίτερα της Μικράς Ασίας, η χρήση ξύλινων ενισχύσεων φαίνεται να είναι σχεδόν καθολική, ακόμα και σε λιθόκτιστα κτίρια, όπως ορισμένα δείγματα ναών του 11ου αιώνα στην Καππαδοκία. Μετά την κατάλυση του βυζαντινού κράτους το 1204 οι οικοδομικές πρακτικές κάθε επιμέρους πολιτικής και γεωγραφικής οντότητας εξελίχθηκαν διαφορετικά. Έτσι στο Λατινοκρατούμενο Ελλαδικό χώρο η πρότερη εντόπια ‘απροθυμία’ χρήσης ξύλινων ενισχύσεων, συνδυάστηκε θα έλεγε κανείς με τη μη χρήση ξύλινων ενισχύσεων από τους Δυτικούς, η οποία αποδεικνύεται και από την πλήρη απουσία τους στα ελάχιστα φραγκικά μνημεία της Πελοποννήσου, με αποτέλεσμα στα λεγόμενα ΄φραγκοβυζαντινά’ μνημεία η χρήση ξύλινων ενισχύσεων να απουσιάζει σχεδόν εντελώς. Εξαίρεση δείχνουν να αποτελούν υποπεριοχές που διοικούνται από τους Ενετούς, όπως π.χ. η Χαλκίδα, οι οποίοι ενδεχομένως να είχαν ήδη υιοθετήσει τη χρήση ξύλινων ενισχύσεων πριν φτάσουν στον Ελλαδικό χώρο. Στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, η οικοδομική παράδοση της Κωνσταντινούπολης που μετέφεραν εκεί οι άρχοντές του, σε συνδυασμό ίσως με την ήδη πλούσια σε ξύλινες ενισχύσεις οικοδομική της Δυτικής Μακεδονίας, είχε ως αποτέλεσμα την εκτεταμένη χρήση ξύλινων ενισχυτικών διατάξεων στο σύνολο σχεδόν της μνημειακής παραγωγής. Εξίσου πλούσια σε ξύλινες ενισχύσεις, αν και δυστυχώς φτωχότερη σε μνημειακό πλούτο είναι και η αρχιτεκτονική της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, του λεγόμενου Κράτους των Λασκαριδών, στο οποίο φαίνεται να μεταφέρεται αυτούσια η οικοδομική τεχνολογία της Πρωτεύουσας, μαζί με τα συνεργεία που αναγκαστικά κατέφυγαν εκεί. Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, οι σημαντικότερες αρχιτεκτονικές εξελίξεις περιορίζονται στα αττικά κέντρα της Κωνσταντινούπολης, της Θεσσαλονίκης, και του Μυστρά, καθώς και στις σχετικά μικρές περιφέρειές τους. Οι ξύλινες ενισχύσεις τείνουν να χρησιμοποιούνται με την ίδια, ή και μάλιστα με μεγαλύτερη συχνότητα και σε πιο πυκνές και εκτενείς διατάξεις, τουλάχιστον στα κτίρια της σφαίρας της άμεσης επιρροής της Κωνσταντινούπολης, ενώ στη βόρεια Ελλάδα, και σε ορισμένα παραδείγματα της Θεσσαλονίκης, τοποθετούνται σε εμφανείς θέσεις στις παρειές της τοιχοποιίας, μαρτυρώντας μία κάποια αμέλεια στην κατασκευή. Από την άλλη, στο Μυστρά, ο συγκερασμός των δύο οικοδομικών παραδόσεων, αυτής του ελλαδικού χώρου και αυτής της Κωνσταντινούπολης, οδηγεί στη χρήση μεν ξύλινων ενισχύσεων, όμως σε μικρότερο αριθμό από στάθμες, και ενδεχομένως ίσως ούτε καν ενταγμένες σε ολοκληρωμένες ενισχυτικές διατάξεις. Τέλος, στη Χίο η κωνσταντινουπολίτικη οικοδομική παράδοση δείχνει από τη μία να ατονεί κάπως μετά την κατάληψή της από τους Γενουάτες, ενώ από την άλλη οι ξύλινες ενισχύσεις αρχίζουν να συνδυάζονται και με σιδηρά στοιχεία, προοιωνίζοντας τις μετέπειτα αρχιτεκτονικές εξελίξεις των μεταβυζαντινών χρόνων. The use of integrated systems, or arrays, of wooden reinforcements has been noted in numerous surviving Byzantine monuments, and it is now rather widely accepted that these must have existed in the majority of Byzantine churches. Most researchers, architectural historians, and architects are more or less cognizant of the possible existence of such reinforcements, or might even already have had some first-hand experience of discovering them in Byzantine buildings. Nevertheless, in spite of the aforementioned accounts, our knowledge of the precise use of such wooden reinforcement systems still remains lacking and incomplete. The reason for this is that the discovery of such reinforcing beams is usually incidental, and hence, their study is, out of necessity, fragmentary, as, in most cases, these systems largely remain out of view, intentionally embedded within of the masonry by Byzantine builders. In the case of wooden reinforcements in foundations their discovery and documentation is highly problematic, as it requires extensive systematic excavations, usually allowed only in buildings that have already been razed to the ground. In the case of wooden reinforcements inside walls, their discovery is sometimes possible by careful investigation of the surviving putlog holes, though in many instances these do not necessarily correspond with the wooden reinforcement systems; hence, one must resort to endoscopy in purposely drilled holes, and other non-destructive techniques. In the case of vaulting structures and domes this problem is amplified, as the extrados are almost always out of reach, covered by floors and roofs. Hence, access to these areas is possible only during the construction phase of restoration projects. Finally, as in many cases these wooden elements have deteriorated to the extent that they leave behind only a system of cavities in their place, the application of grouting in modern restoration projects completely fills these voids, thus, sadly, eradicating all traces of these structures forever. As a consequence of the above, available data on wooden reinforcement systems is severely limited. To perplex matters further, in a number of cases where such systems have been located, either they have not been thoroughly surveyed, documented and studied, or they have been largely ignored, or the voids left in their place been erroneously interpreted as other building elements (gutters, putlog holes, formwork supports, etc.) One must also note that it may not always be possible to recognize the existence of such reinforcement systems, even in monuments that have been excavated, or the extrados have been exposed, either due to the fact that researchers were not aware of their possible existence, or because of the difficulty of accurately interpreting the exact building elements in masonry that has deteriorated, suffered heavy damage, and is covered with layers of debris and infill, as is often the case in the restoration projects of such weathered monuments. In terms of methodology, it was thus judged as imperative to visit and examine in-situ a considerable number of surviving Byzantine monuments, mainly in the area of Greece, but also in certain areas around Constantinople, Bithynia and the rest of Asia Minor, in order to collect all available data first-hand, with the use of endoscopy where possible. About 200 monuments were thus examined in-situ, together with about another 100 churches, for which data was collected either from bibliography sources, or archival material, namely photographs from the personal archives of S. Mamaloukos, P. Koufopoulos, N. Delinikolas, and M. Kappas. In most cases, surviving wooden elements (together with other reinforcements or relevant architectural members in stone and iron) or evidence thereof were documented on available architectural drawings, and carefully photographed. In only a limited number of cases, such as the church of Agios Georgios Sykousis on Chios island, it was possible to meticulously examine the whole extent of the surviving parts of the monument, and record all data, using an endoscope for the wooden members embedded within masonry walls, but as is understandable, that was the case only in buildings undergoing restoration at the time, where access to all areas of the building was possible via erected scaffolding, removed modern mortars and renders, exposed vaulting extrados, etc. Additionally, the main bibliographical sources that deal with the subject of wooden reinforcements in Byzantine architecture, namely CHOISY, A. 1883., WILCOX, R. 1981., ΒΕΛΕΝΗΣ, Γ. 1984., RAPPOPORT, P. 1995., and OUSTERHOUT, R. 1999a. were surveyed, and their primary findings or views are both summarized and critically assessed in this thesis. 2020-03-04T00:16:16Z 2020-03-04T00:16:16Z 2018-09 Thesis http://hdl.handle.net/10889/13289 gr 12 application/pdf application/pdf