Περίληψη: | Η χρήση μεγάλου αριθμού φαρμάκων από τους ασθενείς κατά τη διάρκεια της αγωγής του καρκίνου του μαστού, η ολοένα αυξανόμενη παράλληλη χρήση βοτάνων, το στενό θεραπευτικό εύρος που χαρακτηρίζει τα περισσότερα αντικαρκινικά φάρμακα και η έκπτωση των σωματικών λειτουργιών ιδιαίτερα στους μεγαλύτερους σε ηλικία ασθενείς, θέτουν τους καρκινοπαθείς σε υψηλό κίνδυνο να βιώσουν παρενέργειες ή/και τοξικότητα ως αποτέλεσμα των αλληλεπιδρασεων που δυνητικά μπορεί να αναπτυχθούν μεταξύ φαρμάκων ή φαρμάκων-βοτάνων. Στην πράξη η συγχορήγηση ενός φαρμάκου ή ενός βοτάνου που δύναται να αλληλεπιδράσει με ένα ογκολογικό φάρμακο μπορεί να είναι αναπόφευκτη.
Η πιθανότητα εκδήλωσης αυτών των αλληλεπιδράσεων, περιπλέκει σημαντικά το ρόλο κλινικών ιατρών και φαρμακοποιών στη διατήρηση μιας ικανοποιητικής ισορροπίας μεταξύ αποτελεσματικότητας και αποδεκτής τοξικότητας για όλους τους παράγοντες που εμπλέκονται στην θεραπευτική αγωγή όπως τα ογκολογικά φάρμακα, οι υποστηρικτικοί παράγοντες και κάθε άλλο συγχορηγούμενο φάρμακο ή βότανο.
Σκοπός: Σκοπός αυτής της εργασίας ήταν η καταγραφή των κλινικά σημαντικών αλληλεπιδράσεων που δυνητικά μπορούν να λάβουν χώρα μεταξύ των ογκολογικών φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στην αγωγή του καρκίνου του μαστού και των λοιπών φαρμάκων ή/και βοτάνων που οι ασθενείς αυτοί μπορεί να λαμβάνουν παράλληλα με τα σχήματα χημειοθεραπείας στα οποία υποβάλλονται. Η συγκεντρωτική καταγραφή των αλληλεπιδράσεων αυτών και των μηχανισμών τους - όπου αυτοί ήταν διαθέσιμοι - μαζί με την παράθεση αντίστοιχων συστάσεων ώστε να αποφευχθεί η εκδήλωσή τους, αποσκοπεί στη διευκόλυνση του έργου ιατρών και φαρμακοποιών στην καθημερινή κλινική πράξη, και πολύ περισσότερο στον περιορισμό του κινδύνου και την ενίσχυση της ασφάλειας των ασθενών.
Μέθοδοι: Η καταγραφή των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στην θεραπευτική αγωγή του καρκίνου του μαστού έγινε μέσω της ανασκόπησης των θεραπευτικών πρωτοκόλλων χημειοθεραπείας που χρησιμοποιούνται τόσο στον Ελλαδικό χώρο όσο και στο εξωτερικό. Η συλλογή στοιχείων για τα βότανα που χρησιμοποιούνται συνηθέστερα από αυτή την κατηγορία ασθενών και για τις αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-φαρμάκου και φαρμάκου-βοτάνου, πραγματοποιήθηκε μέσω ανασκόπησης της διεθνούς βιβλιογραφίας χωρίς χρονικούς περιορισμούς.
Αποτελέσματα: Η διερεύνηση της διεθνούς βιβλιογραφίας απέδωσε καταγραφές αλληλεπιδράσεων φαρμάκου-φαρμάκου για τα 27 από τα 37 ογκολογικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην αγωγή του καρκίνου του μαστού με τα cisplatin, cyclophosphamide, doxorubicin, fluorouracil, lapatinib, docetaxel, paclitaxel, everolimus, methotrexate, olaparib, tamoxifen να κατέχουν τις πρώτες θέσεις στην δυνατότητα αλληλεπίδρασης με άλλα φάρμακα.
Τα συνοδά φάρμακα που βρέθηκαν να μετέχουν σε κλινικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις με τα ογκολογικά φάρμακα υπάγονται στις κατηγορίες των αντιμυκητιασικών, των αντικαταθλιπτικών, των αντιβιοτικών, των αντιόξινων, των αντιϊκών, των αντιεμετικών, των αντιφυματικών και των αντιεπιληπτικών φαρμάκων. Από τα ως άνω αναφερόμενα φάρμακα, τα αντιεπιληπτικά και τα αντιφυματικά αντιβιοτικά είναι επαγωγείς των CYP ενζύμων ή της P-gp, ενώ όλα τα υπόλοιπα είναι αναστολείς των CYP ενζύμων ή της P-gp. Ο συνδυασμός των φαρμάκων που είναι αναστολείς των CYP ενζύμων/ ή της P-gp ή επαγωγείς των CYP ενζύμων/ ή της P-gp με ογκολογικά φάρμακα που μεταβολίζονται από τα ένζυμα αυτά ή αποτελούν υποστρώματα των πρωτεϊνών μεταφοράς, μπορεί να είναι επιβλαβείς, καθώς οδηγούν είτε σε αύξηση των επιπέδων των φαρμάκων στο πλάσμα και πρόκληση τοξικότητας, είτε σε μείωση των επιπέδων τους και αναποτελεσματική θεραπεία. Απαιτείται λοιπόν προσοχή και συνεχής παρακολούθηση των ασθενών για όσες συγχορηγήσεις δεν μπορούν να αποφευχθούν, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις συστήνεται η αποφυγή τους.
Τα βότανα που είχαν τη δυνατότητα να τροποποιούν σημαντικά την δράση των ενζύμων που μεταβολίζουν τα ογκολογικά φάρμακα (κυρίως τα ισοένζυμα του κυτοχρώματος P450) και/ή την πρωτεΐνη μεταφοράς φαρμάκων P-gp, ήταν το σκόρδο (Allium sativum), η τσιμιτσιφούγκα (Black cohosh), ο κουρκουμάς (Curcuma longa), η εχινάκεια (Echinacea), το Goldenseal, το γκρέιπφρουτ (Grapefruit) και το βαλσαμόχορτο (St. John’s Wort). Όλα τα παραπάνω συμμετείχαν σε πιθανές φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις με τα αντικαρκινικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται στον καρκίνο του μαστού.
Συμπεράσματα: Οι επαγγελματίες υγείας που εμπλέκονται στην χημειοθεραπευτική αγωγή του καρκίνου του μαστού αλλά και οι ασθενείς που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία, θα πρέπει να γνωρίζουν την πιθανότητα εκδήλωσης ανεπιθύμητων ενεργειών ως αποτέλεσμα αλληλεπιδράσεων μεταξύ φαρμάκων ή μεταξύ φαρμάκων και βοτάνων που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Οι ασθενείς πρέπει να ερωτώνται για την χρήση φυτικών προϊόντων κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας, ιδιαίτερα αυτοί που δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία όπως αναμενόταν, ενώ παράλληλα πρέπει να προτρέπονται να αποφεύγουν τη χρήση σκευασμάτων που θα μπορούσαν να αναστείλουν την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της θεραπείας τους.
Η συστηματική καταγραφή των αλληλεπιδράσεων φαρμάκου-φαρμάκου και φαρμάκου-βοτάνου που μπορεί να λάβουν χώρα κατά τη διάρκεια της αντικαρκινικής φαρμακοθεραπείας του καρκίνου του μαστού, μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια των επαγγελματιών υγείας και να συμβάλλει τόσο στην ελαχιστοποίηση των κινδύνων που απορρέουν από αυτές όσο και στη βελτιστοποίηση της θεραπευτικής αντιμετώπισης των ασθενών με καρκίνο του μαστού.
|