Εργαστηριακή μελέτη περιπτώσεων βακτηριαιμίας από Klebsiella pneumoniae σε ασθενείς του ΠΓΝΠ κατά τη διάρκεια μιας διετίας

Η K. pneumoniae ανήκει στην οικογένεια των Εντεροβακτηριοειδών. Τα τελευταία χρόνια, η πολυαντοχή των στελεχών K. pneumoniae ιδιαίτερα των ανθεκτικών και στις καρβαπενέμες, δημιουργεί δυσκολίες στην θεραπεία των λοιμώξεων που προκαλούν. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη των βακτηριαιμιών α...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Λαμπροπούλου, Αναστασία
Άλλοι συγγραφείς: Χριστοφίδου, Μυρτώ
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2020
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/13499
Περιγραφή
Περίληψη:Η K. pneumoniae ανήκει στην οικογένεια των Εντεροβακτηριοειδών. Τα τελευταία χρόνια, η πολυαντοχή των στελεχών K. pneumoniae ιδιαίτερα των ανθεκτικών και στις καρβαπενέμες, δημιουργεί δυσκολίες στην θεραπεία των λοιμώξεων που προκαλούν. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη των βακτηριαιμιών από K. pneumoniae σε νοσομειακούς ασθενείς του ΠΓΝΠ κατά τη διάρκεια της διετίας 2016- 2017. Στα πλαίσια της διετούς μελέτης, πραγματοποιήθηκε φαινοτυπικός έλεγχος των 213 στελεχών K. pneumoniae (ένα στέλεχος ανά ασθενή) από αιματοκαλλιέργειες, με βιοχημική τυποποίηση και αντιβιόγραμμα για τον έλεγχο ευαισθησίας τους σε διαφορετικές ομάδες αντιμικροβιακών (β- λακταμικά, αμινογλυκοσίδες, κινολόνες, σουλφοναμίδες). Τα στελέχη που παρουσίαζαν αντοχή στην ιμιπενέμη ελέγχθηκαν για την παραγωγή β- λακταμασών. Ο έλεγχος της παραγωγής ESBL β- λακταμάσης έγινε με τη μέθοδο συνέργειας των δίσκων ενώ των καρβαπενεμασών με τη χρήση του Hodge test. Στη συνέχεια, ο φαινοτυπικός έλεγχος παραγωγής ΜΒL και KPC καρβαπενεμασών πραγματοποιήθηκε με τη χρήση δίσκων μεροπεμένης και ειδικών αναστολέων EDTA και boronic acid αντίστοιχα. Ακολούθησε γονιδιακός έλεγχος (PCR) και ηλεκτροφόρηση σε γέλη αγαρόζης του DNA των στελεχών K. pneumoniae που παράγουν καρβαπενεμάσες για την ανίχνευση των γονιδίων αντοχής blaVIM. blaKPC και blaNDM. Τέλος, αντιπροσωπευτικό δείγμα των στελεχών που παράγουν καρβαπενεμάσες, ελέγχθηκαν περαιτέρω επιδημιολογικά με PFGE προκειμένου να καθοριστεί σε ποιους κλώνους ανήκουν τα υπό μελέτη στελέχη. Μεταξύ των 213 στελεχών που διερευνήθηκαν, το μεγαλύτερο ποσοστό απομονώθηκε από ασθενείς που νοσηλεύονταν στις Παθολογικές κλινικές (45%) και τη ΜΕΘ (30%) και αφορούσε περισσότερους άρρενες ασθενείς (63%) (p<0,05). Επιπλέον, το 82% των στελεχών παρουσίαζε αντοχή σε όλα τα β- λακταμικά αντιμικροβιακά και το 76% στην ιμιπενέμη. Από το σύνολο των 213 στελεχών, το 34% παρήγαγε ESBL β- λακταμάσες. Τα μεγαλύτερα ποσοστά τόσο των KPC K. pneumoniae όσο και των MBL στελεχών απομονώνονται από τις Παθολογικές κλινικές (41%, 42%) και τη ΜΕΘ (39%, 42%) αντίστοιχα. Μεταξύ των 20 MBL στελεχών K. pneumoniae, επικρατούν αυτά που φέρουν το blaNDM γονίδιο (90%) ενώ τα στελέχη που φέρουν blaKPC γονίδιο φαίνεται να είναι σημαντικά περισσότερα των υπολοίπων και στα δύο έτη (87%) (p<0,05). Η PFGE ηλεκτροφόρηση ανέδειξε την ύπαρξη τριών κύριων κλώνων (Α, Β, C) και την εμφάνιση κάποιων νέων (NEW). Από τα 65 στελέχη που ελέγχθηκαν με PFGE, τα 33 (51%) ανήκουν στον κλώνο A, τα 20 (31%) στον κλώνο B, τα 6 (9%) στον κλώνο C και 6 (9%) σε νέους κλώνους. Στις παθολογικές κλινικές, στις χειρουργικές και τη ΜΕΝΝ φαίνεται να επικρατεί ο κλώνος Α, 68%, 50% και 83% αντίστοιχα ενώ ο κλώνος Β επικρατεί στη ΜΕΘ (65%) και ακολουθεί ο κλώνος Α (20%). Από τα αποτελέσματα της μελέτης διαπιστώνεται η επικράτηση των πολυανθεκτικών στελεχών K. pneumoniae και η ευρεία κλωνική εξάπλωση τους σε όλες τις κλινικές του Νοσοκομείου. Ο έλεγχος αυτού του φαινομένου μπορεί να επιτευχθεί με την εφαρμογή μέτρων προφύλαξης (υγιεινή χεριών, απολύμανση περιβάλλοντος των ασθενών, απομόνωση των ασθενών ή ομαδοποίησης αυτών [(cohorting), σωστή αναλογία νοσηλευτικού προσωπικού- ασθενών)] και με πλέον ορθολογική χρήση των καρβαπενεμών και των νεότερων αντιμικροβιακών.