Περίληψη: | Οι άνθρωποι καλούνται συνεχώς να παίρνουν αποφάσεις κάτω από συνθήκες αβεβαιότητας, με τις έννοιες της τυχαιότητας και της πιθανότητας να είναι κεντρικές σε όλες τις καταστάσεις αβεβαιότητας. Η ανάγκη της κατανόησης των φαινομένων της τυχαιότητας καθώς και της γνώσης και χρήσης των πιθανοτήτων αναγνωρίστηκε νωρίς από τις εκπαιδευτικές αρχές πολλών χωρών του κόσμου με αποτέλεσμα να έχει συμπεριληφθεί η διδασκαλία τους στα προγράμματα σπουδών της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Στην Ελλάδα η διδασκαλία των πιθανοτήτων έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα σπουδών της Γ΄ Γυμνασίου.
Πολυάριθμες διεθνείς έρευνες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι οποιασδήποτε ηλικίας, όταν παίρνουν αποφάσεις σε καταστάσεις αβεβαιότητας χρησιμοποιούν «μεθόδους» οι οποίες πολύ συχνά παραβιάζουν τους νόμους των πιθανοτήτων. Είναι δεδομένο επίσης ότι οι μαθητές όταν έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με τη διδασκαλία των πιθανοτήτων στο σχολείο έχουν ήδη έρθει σε επαφή στην εξωσχολική τους ζωή με φαινόμενα τυχαιότητας και τυχαία πειράματα, γενικότερα με καταστάσεις αβεβαιότητας. Όπως έχουν δείξει οι έρευνες, οι μαθητές έχουν ήδη δημιουργήσει πρωτογενείς διαισθήσεις για τις έννοιες της τυχαιότητας και των πιθανοτήτων, οι οποίες επηρεάζουν τα αποτελέσματα της διδασκαλίας. Άλλες έρευνες δείχνουν ότι η απλή συμπερίληψη ενός θέματος στο πρόγραμμα σπουδών του σχολείου δεν συνεπάγεται αυτόματα την αποτελεσματική διδασκαλία και μάθησή του.
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό όλων των προϋπαρχουσών ερευνών είναι, ότι εξετάζουν αποσπασματικά τις αντιλήψεις των μαθητών απέναντι σε μία σειρά από έννοιες των πιθανοτήτων, χωρίς να ερευνούν ούτε την συνολική πιθανοτική σκέψη του κάθε μαθητή ως προς ένα σύνολο εννοιών των πιθανοτήτων, ούτε την ενδεχομένως διαφορετική επίδραση που θα είχαν διαφορετικά πιθανοτικά περιβάλλοντα στην πιθανοτική σκέψη των μαθητών. Ταυτόχρονα άλλες έρευνες εξετάζουν την επίδραση που έχει η διδασκαλία στις πιθανοτικές αντιλήψεις, στο σύνολο των μαθητών όμως, και όχι σε καθένα μαθητή χωριστά.
Προς αυτή την καυεύθυνση, ο στόχος της παρούσας διατριβής είναι η ολιστική προσέγγιση των αντιλήψεων – πρωτογενών διαισθήσεων των μαθητών της Γ΄ Γυμνασίου για την τυχαιότητα και την πιθανότητα και η διερεύνηση της δυνατότητας αναθεώρησης των λανθασμένων πρωτογενών αντιλήψεων και δημιουργίας δευτερογενών διαισθήσεων σε κάθε μαθητή, μέσω προσεκτικά σχεδιασμένων πειραματικών διδασκαλιών. Προκειμένου να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε μία ερευνητική διαδικασία αποτελούμενη από τρεις φάσεις: εκ των προτέρων συνεντεύξεις, πειραματικές διδασκαλίες και εκ των υστέρων συνεντεύξεις. Με στόχο την ολιστική προσέγγιση, αναπτύχθηκε ένα νέο πρωτότυπο θεωρητικό πλαίσιο ανάλυσης, αυτό των «δυνητικών κόσμων» των μαθητών, ενώ τροποποιήθηκε κατάλληλα ένα γνωστό σχήμα του Kyburg.
Στη διατριβή αναλύουμε αρχικά τους διαλόγους που προέκυψαν από τις εκ των προτέρων συνεντεύξεις με είκοσι μαθητές, προκειμένου να προσδιορίσουμε τις ήδη σχηματισμένες αντιλήψεις των μαθητών για την τυχαιότητα και την πιθανότητα σε τρία διαφορετικά πιθανοτικά περιβάλλοντα. Στη συνέχεια αναλύουμε τους διαλόγους που προέκυψαν κατά τη διάρκεια εννέα δίωρων πειραματικών διδασκαλιών με τους παραπάνω μαθητές, που είχαν ως σκοπό να «εκπαιδεύσουν» τους μαθητές σε συγκεκριμένες όψεις της πιθανότητας και της τυχαιότητας. Τέλος αναλύουμε τους διαλόγους που προέκυψαν από τις εκ των υστέρων συνεντεύξεις με τους ίδιους μαθητές προκειμένου να ανιχνεύσουμε, τις μεταβολές και αναθεωρήσεις στις προϋπάρχουσες αντιλήψεις των μαθητών, απόρροια των πειραματικών διδασκαλιών, καθώς και τα στοιχεία των διδασκαλιών που οδήγησαν σε αυτές.
Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε ότι η σημαντικότερη συνεισφορά της διατριβής είναι η για πρώτη φορά ολιστική προσέγγιση της πιθανοτικής σκέψης κάθε μαθητή απέναντι σε ένα συγκεκριμένο σύνολο εννοιών των πιθανοτήτων, η μελέτη της επίδρασης που μπορεί να έχουν διαφορετικά περιβάλλοντα τυχαιότητας στην πιθανοτική σκέψη των μαθητών καθώς και η διερεύνηση της επίδρασης που ενδεχομένως έχει η διδασκαλία, προσανατολισμένη στην ανακαλυπτική μάθηση, στην συνολική πιθανοτική σκέψη κάθε μαθητή.
|