Περίληψη: | Η παρούσα εργασία διερευνά τη δυνατότητα ανάπτυξης της γνωστικής και αντιληπτικής ικανότητας των παιδιών προσχολικής ηλικίας στα πλαίσια του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος μέσω της καλλιέργειας βασικών γνωστικών δεξιοτήτων, καθώς και το κατά πόσο αυτή (η ικανότητα) μπορεί ν’ αναπτυχθεί μέσα από ένα κατάλληλα σχεδιασμένο πρόγραμμα αισθητικής αγωγής. Ειδικότερα, εξετάζουμε εάν και σε ποιο βαθμό είναι εφικτό να βελτιώσουμε τον τρόπο που τα παιδιά αντιλαμβάνονται στοιχεία του περιβάλλοντος, στην προκειμένη περίπτωση τα έργα τέχνης, καθώς και να καλλιεργήσουμε τις γνωστικές τους δεξιότητες για μια πιο ολοκληρωμένη σκέψη που οδηγεί στην απόκτηση γνώσης. Θέλουμε να διαπιστώσουμε εάν οι μαθητές/τριες είναι σε θέση να μεταβούν από την απλή επιφανειακή παρατήρηση ενός έργου τέχνης σε μια πιο πολυδιάστατη και να καταφέρουν να μπουν σε μια διαδικασία σκέψης για διάφορες πτυχές του πίνακα (θέμα, γεωμετρία, φόρμες, πρόθεση καλλιτέχνη κ.ά.) που θεωρείται πιο ανεπτυγμένου επιπέδου. Στόχος είναι να εξετάσουμε αν υπάρχει η δυνατότητα βελτίωσης του τρόπου που τα παιδιά αντιλαμβάνονται τα έργα τέχνης και να καλλιεργήσουμε βασικές γνωστικές δεξιότητες.
Οι άξονες στους οποίους επικεντρωνόμαστε κατά τη διάρκεια της έρευνας είναι η πρόσληψη του έργου τέχνης, η επιθυμία για εικαστική δημιουργία και η ανάπτυξη της μεταγνωστικής ικανότητας. Δανειζόμαστε στοιχεία από το πρόγραμμα Artful Thinkingτου Harvard και βοηθάμε τους μαθητές να μετακινηθούν σε ανώτερα επίπεδα μάθησης μέσω των ερωτήσεων που αφορούν τα έργα, τα οποία μελετάμε. Η κάθε ερώτηση έχει σκοπό να ενισχύσει μια συγκεκριμένη δεξιότητα από την κάθε κατηγορία γνωστικών δεξιοτήτων που αποτελούν απαραίτητα στοιχεία για μια συγκροτημένη συλλογιστική πορεία. Συγκεκριμένα, οι ερωτήσεις της παρέμβασης αντιστοιχούν στις γνωστικές δεξιότητες με σταδιακή αύξηση του βαθμού δυσκολίας και πολυπλοκότητας: παρατήρηση σύγκριση, διάκριση μοτίβων, επεξήγηση. Όπως έχει αποδειχθεί, οι γνωστικές δεξιότητες των παιδιών αυξάνονται όσο συχνότερα τις χρησιμοποιούν.
Η παρέμβαση διεξάγεται σε δύο φάσεις όπου στην Α΄ πραγματοποιείται η συλλογή των αρχικών δεδομένων , ενώ στη Β΄ υλοποιείται η διδακτική παρέμβαση και γίνεται λήψη δεδομένων για την διεξαγωγή συμπερασμάτων. Στη συνέχεια, έχοντας ως βασικό άξονα την παρατήρηση και λαμβάνοντας υπόψη πως η επεξήγηση θεωρείται γνωστική δεξιότητα ανώτερου επιπέδου από την απλή παρατήρηση, συγκρίνουμε τα δεδομένα των δύο φάσεων και εξετάζουμε εάν και κατά πόσο μετά την παρέμβαση υπάρχει μεταβολή στο πώς τα παιδιά αντιλαμβάνονται τα έργα, αλλά και αν αιτιολογούν τις απαντήσεις τους. Αν δηλαδή, η παρατήρηση μετακινείται από τον εντοπισμό απλών στοιχείων (Α΄ φάση) σε μια πιο διεξοδική παρατήρηση, η οποία συνοδεύεται από ερμηνείες με πιο ολοκληρωμένες επεξηγήσεις (Β΄ φάση). Ένα μεγάλο μέρος των αποτελεσμάτων της ανάλυσης φανερώνει πως υπήρξαν θετικές αλλαγές κατά τη Β΄ φάση της διδακτικής παρέμβασης.
|