Περίληψη: | Εμπορική Πολιτική
Οι συνθήκες, η πολιτική τιμών και οι όροι με τους οποίους συνεργάζονται οι προμηθευτές συνιστούν βασικούς παράγοντες με τους οποίους διαφοροποιείται η θέση των επιχειρήσεων του κλάδου και αντιμετωπίζεται ο ανταγωνισμός. Λόγω της διαρκούς ύφεσης και της μειωμένης αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ έχουν επιδοθεί σε «αγώνα» εκπτώσεων και προσφορών (Το Βήμα, 2015). Οι επιχειρήσεις, επιδιώκοντας να προσελκύσουν και να διατηρήσουν το καταναλωτικό κοινό, αλλά και να αποσπάσουν πιο μεγάλο μερίδιο στην αγορά, κάνουν προσπάθειες δημιουργίας νέων προϊόντων και υπηρεσιών ενώ επενδύουν μεγάλα ποσά για να προωθήσουν τις πωλήσεις τους. Για τους καταναλωτές, τα κριτήρια τιμής, ποιότητας και προσφορών είναι τα πιο σημαντικά στην επιλογή τους. Πλέον στρέφονται στην αγορά των απαραίτητων αγαθών σε μία προσπάθεια να μειώσουν όσο των δυνατών περισσότερο τις δαπάνες τους. Μάλιστα, το 2014 τα τρόφιμα και τα ποτά κατέβαλαν το 78% των συνολικών πωλήσεων.
Προσφορά
Παρόλο που ο κλάδος των σούπερ μάρκετ κατατάσσεται στους ισχυρότερους και ανθεκτικότερους κλάδους της εγχώριας οικονομίας, λόγω του ότι καλύπτει βασικές καταναλωτικές ανάγκες των καταναλωτών κυρίως σε είδη τροφίμων και πρώτης ανάγκης, ωστόσο θα ήταν αδύνατο να μην επηρεαστεί από τη παρατεταμένη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης που ταλανίζει την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων και ταυτόχρονα οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, έγιναν η αιτία στο να επηρεαστεί η συνολική ζήτηση ενώ οι εταιρίες αναζητούσαν νέες αναπτυξιακές στρατηγικές. Η αλλαγή στη συμπεριφορά των καταναλωτών και η πτωτική πορεία του μέσου «καλαθιού» αγορών των νοικοκυριών, αποτυπώνουν τις κυριότερες επιπτώσεις που επέφερε η κρίση, καθώς οι παρορμητικές αγορές περιορίστηκαν από τους καταναλωτές μέσω της σύγκρισης των τιμών των προϊόντων και της αναζήτησης του βέλτιστου συνδυασμού μεταξύ τιμής και κόστους, όπως είναι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (ICAP, 2016). Αν και το 2010 ήταν μια δύσκολη χρονιά για τον κλάδο, αντιστεκόταν όσο μπορούσε, καθώς ήταν μια χρονιά που ενώ δεν έλειψαν οι εξαγορές και τα «λουκέτα», τα σούπερ μάρκετ που εγκαινιάστηκαν στη χώρα ξεπέρασαν τον αριθμό των πενήντα. Οι εξελίξεις στον κλάδο, μείωσαν συνολικά τον αριθμό των αλυσίδων κατά 17% και επηρέασαν αρνητικά τα καθαρά κέρδη του κλάδου (ICAP, 2016).
Αγορά
Με βάση τα αποτελέσματα της ΙCAP, ο κλάδος των σούπερ μάρκετ επηρεάστηκε λιγότερο, συγκριτικά με τους άλλους τομείς της οικονομίας, από την οικονομική κρίση. Ύστερα από διαχρονική αύξηση επί σειρά ετών, οι συνολικές πωλήσεις του κατά τη περίοδο 2010-2013 ακολούθησαν πτωτική πορεία κατά 4,1% ετησίως. Το 2014, το κλίμα ανατράπηκε με άνοδο του μέσου ετήσιου ρυθμού κατά 1,6%, ενώ το 2015 κατρακύλησε πάλι με μείωση 3% περίπου, πτώση η οποία ακολούθησε και το 2016 αλλά σε μικρότερο βαθμό. Η συνεχής ύφεση συρρίκνωσε σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών της εγχώριας οικονομίας, με αποτέλεσμα τη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης. Δεδομένου ότι οι καταναλωτές υπολογίζουν τη ποιότητα και ασφάλεια των προϊόντων αλλά και το γενικό συμφέρον της χώρας, οι προτιμήσεις τους στρέφονται κυρίως στα ελληνικά προϊόντα, τάση η οποία συμβάλλει στο να μειωθεί η ανεργία και να στηριχτεί συνειδητά η αύξηση της παραγωγής (Το Βήμα, 2015).
Διεθνής Αγορά
Αξίζει να αναφερθεί σε αυτό το σημείο ότι, παγκοσμίως, τα μερίδιο των χρημάτων που δαπανήθηκαν στο σουπερμάρκετ από τον τελικό καταναλωτή αυξήθηκε από το 27% στο 30% τα μεταξύ των 1995 και 2011, εν τω μεταξύ, κατά τα ίδια έτη, το μερίδιο των αντίστοιχων εμπόρων αγροτικών προϊόντων μειώθηκε από 16% το 1995 σε λιγότερο από 14% το 2011. Φαίνεται ότι ένα μέρος από την ανάπτυξη των σούπερ μάρκετ να έχει επιτευχθεί εις βάρος της διαπραγματευτικής δύναμης των αγροτών. Μετά την ίδρυσή τους στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ άρχισαν να αναπτύσσονται ταχύτατα και σε άλλες ηπείρους. Οι πέντε μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, που λειτουργούν σε κάθε χώρα, σήμερα κατέχουν μερίδια αγοράς: 78% στην Αυστραλία, 51% στη Νότια Κορέα, 63% στα ΗΑΕ, 51% στη Χιλή και 54% στη Νότιο Αφρική. Αυτό ενισχύθηκε από την έντονη διεθνοποίηση των λιανοπωλητών. Το 1980, μόνο έξι από τις είκοσι μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, που εδρεύουν στην Ευρώπη, λειτουργούσαν εκτός των συνόρων της χώρας τους. Μέχρι το 2000, οι δεκαεννέα από αυτές είχαν επεκτείνει το δίκτυο καταστημάτων τους στο εξωτερικό.
|