Περίληψη: | Η ελονοσία είναι μία νόσος με μεγάλα ποσοστά θνησιμότητας παγκοσμίως και η αντιμετώπισή της, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, είναι υψηλής προτεραιότητας για τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.). Αυτό οφείλεται στα ολοένα και αυξανόμενα κρούσματα ανθεκτικότητας του πλασμωδίου, όχι μόνο στις κλασσικές θεραπείες, αλλά και στην αρτεμισινίνη, που θεωρείται φάρμακο τελευταίας γραμμής. Για την άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος στην κλινική πρακτική, εφαρμόστηκαν οι λεγόμενες συνδυαστικές θεραπείες αρτεμισινίνης (ACT- Artemisinin-based Combination Therapy), που περιλαμβάνουν συγχορήγηση αρτεμισινίνης και άλλων ανθελονοσιακών φαρμάκων. Παράλληλα, οι ερευνητικές προσπάθειες για την ανάπτυξη νέων πιθανών φαρμάκων έναντι των ανθεκτικών στελεχών, επικεντρώθηκαν στη σύνθεση υβριδίων και συζευγμάτων, τα οποία συνδυάζουν δύο ή περισσότερους ανθελονοσιακούς παράγοντες που δρουν σε διαφορετικούς βιολογικούς στόχους.
Ένας από αυτούς τους στόχους, είναι ο απικοπλάστης, ένα οργανίδιο που βρίσκεται αποκλειστικά στα παράσιτα και απουσιάζει από τα κύτταρα των θηλαστικών, άρα αναμένεται να προσφέρει εκλεκτικότητα ως προς την κυτταροτοξικότητα τέτοιου τύπου φαρμάκων. Το σπουδαιότερο αυτής της κατηγορίας είναι η φοσμιδομυκίνη (FSM), η οποία όμως παρουσιάζει μέτριο φαρμακοκινητικό προφίλ, ίσως λόγω της αυξημένης πολικότητας του μορίου. Παρά το γεγονός ότι έχουν συντεθεί και αποτιμηθεί βιολογικά διάφορα ανάλογα της φοσμιδομυκίνης, απουσιάζουν από τη βιβλιογραφία περιπτώσεις υβριδίων και συζευγμάτων της (τουλάχιστον με όσα γνωρίζουμε έως σήμερα).
Η παρούσα μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία συμβάλλει προς την κατεύθυνση αυτή με την ανάπτυξη μεθοδολογιών σύνθεσης τριών υβριδίων και δύο συζευγμάτων της φοσμιδομυκίνης με άλλους ανθελονοσιακούς παράγοντες, όπως τον πυρήνα της 7-χλωροκινολίνης (7-CQ) και την αρτεμισινίνη (ART), αλλά και μίας σειράς ένδεκα νέων πρωτότυπων αναλόγων της, κατάλληλων για μελέτες σχέσης δομής – βιολογικής δράσης.
|