Περίληψη: | Οι μυκοτοξίνες είναι δευτερογενείς μεταβολίτες που παράγονται από διάφορους μύκητες που ανήκουν κυρίως στα γένη Aspergillus, Alternaria, Fusarium, Claviceps και Penicillium. Οι μυκοτοξίνες μολύνουν βασικά αγροτικά προϊόντα διατροφής σε παγκόσμια κλίμακα με τις αναπτυσσόμενες χώρες να επηρεάζονται σε μεγαλύτερο βαθμό. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν προσελκύσει το έντονο ερευνητικό ενδιαφέρον αλλά και μεγάλη προσοχή από διεθνείς οργανισμούς και κυβερνήσεις λόγω των σημαντικών δυσμενών επιπτώσεων στη δημόσια υγεία και των οικονομικών απωλειών, στο εγχώριο και διεθνές εμπόριο, που σχετίζονται με τη υποβάθμιση της ποιότητας των τροφίμων. Αν και έχουν εντοπιστεί περισσότερες από 400 μυκοτοξίνες, οι περισσότερες μελέτες έχουν επικεντρωθεί στις αφλατοξίνες, στην ωχρατοξίνη Α, στη ζεαραλενόνη, στην πατουλίνη και στις τριχοθισίνες λόγω των σχέσεων τους με την ασφάλεια των τροφίμων και των οικονομικών απωλειών που προκαλούνται από αυτές.
Στο πρώτο μέρος της παρούσης ερευνητικής εργασίας γίνεται εκτενής βιβλιογραφική ανασκόπηση και παρουσιάζονται στοιχεία για τις μυκοτοξίνες με τη μεγαλύτερη σημασία για την ασφάλεια των τροφίμων και τη δημόσια υγεία με έμφαση στα είδη των τροφίμων που αναπτύσσεται κάθε είδος και τις συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξή τους. Παράλληλα δίνονται στοιχεία για την εξάπλωσή τους ανά γεωγραφική περιοχή του πλανήτη από τα οποία τεκμηριώνεται ότι οι μυκοτοξίνες στα τρόφιμα αποτελούν ένα παγκόσμιο πρόβλημα που ωστόσο είναι εντονότερο στις φτωχές και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Επίσης παρουσιάζονται οι κίνδυνοι για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων και οι ασθένειες που συνδέονται με την κατανάλωση μολυσμένων τροφίμων. Τέλος γίνεται αναφορά στις δράσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την αντιμετώπιση του προβλήματος και την προστασία της δημόσιας υγείας καθώς και διάφορες στρατηγικές απολύμανσης/αποτοξίνωσης για την αφαίρεση, την καταστροφή ή την απενεργοποίηση των μυκοτοξινών των τροφίμων που εφαρμόζονται ή βρίσκονται σε ερευνητικό στάδιο.
Το δεύτερο μέρος αποτελεί το ερευνητικό σκέλος της εργασίας στο οποίο γίνεται διερεύνηση του επιπέδου γνώσεων και ενημέρωσης των καταναλωτών της περιοχής του Αγρινίου, σχετικά με τις μυκοτοξίνες (ύπαρξη, ανάπτυξη, επίδραση στην υγεία), οι πρακτικές διαχείρισης σε οικιακό επίπεδο των συσκευασμένων και νωπών προϊόντων ως προς την επικινδυνότητα ανάπτυξης μυκοτοξινών και τέλος γίνεται συσχέτιση των ανωτέρω με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά. Για την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης μελέτης αναπτύχθηκε κατάλληλο ερωτηματολόγιο ατομικής συμπλήρωσης που περιελάμβανε κλειστού τύπου ερωτήσεις. Αφού προηγήθηκε πιλοτική έρευνα σε δείγμα πέντε ατόμων με γνώσεις στο θέμα των μυκοτοξινών, ακολούθησε η διάθεση και η συλλογή των ερωτηματολογίων. Το δείγμα ήταν πελάτες τεσσάρων μεγάλων αλυσίδων σουπερμάρκετ (S/M) που διατηρούν υποκαταστήματα στο Αγρίνιο. Η συμπλήρωση του ερωτηματολογίου έγινε ατομικά κατά την έξοδο κάθε συμμετέχοντα από το S/M. Η διαδικασία ήταν καθημερινή και καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας της κάθε μονάδας. Η συνολική διάρκεια της έρευνας ήταν από τον Μάρτιο έως και τον Ιούνιο του 2020 και συγκεντρώθηκαν συνολικά 653 ερωτηματολόγια. Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν αναλύθηκαν με το πρόγραμμα SPSS 23 «Στατιστικό Πακέτο για τις Κοινωνικές Επιστήμες».
Συνοπτικά η ανάλυση των απαντήσεων που δόθηκαν κατέδειξε ότι οι καταναλωτές έχουν γνώση του κινδύνου από τις τοξίνες στα τρόφιμα. Ωστόσο πιστεύουν ότι δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να προκληθούν αλλοιώσεις στα τρόφιμα κατά την αποθήκευσή τους στο σπίτι. Η πλειονότητα αυτών δεν δείχνουν ιδιαίτερη ανησυχία όταν παρατηρούν επιφανειακές αλλοιώσεις στα τρόφιμα και εξακολουθούν να εμπιστεύονται μη τυποποιημένα τρόφιμα. Σχεδόν οι μισοί καταναλωτές θεωρούν ότι οι συνέπειες από την κατανάλωση μολυσμένων με μυκοτοξίνες προϊόντων θα εμφανίζονταν άμεσα και πιθανότατα θεωρούν ότι η κατανάλωση μικρών ποσοτήτων μυκοτοξινών δεν είναι ιδιαίτερα επιβλαβής καθώς δε μπορούν να αντιληφθούν τη δυνατότητα συσσώρευσής τους στον ανθρώπινο οργανισμό
|