Η επίδραση φαρμακογενωμικών βιοδεικτών αγγειογένεσης στην ανταπόκριση ασθενών με καρκίνο σε θεραπεία με μπεβασιζουμάμπη

Το όφελος στη θεραπεία όγκων από τη μπεβασιζουμάμπη έχει διαπιστωθεί από διάφορες μελέτες. Ωστόσο, τα κλινικά αποτελέσματα εμφανίζουν μεταβλητότητα, με ορισμένους ασθενείς να εμφανίζουν πολύ καλή κλινική ανταπόκριση, ενώ κάποιοι άλλοι όχι. Η ανάγκη εξατομίκευσης της θεραπείας ασθενών που πάσχουν από...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Παπανικολάου, Μιχαέλα
Άλλοι συγγραφείς: Papanikolaou, Michaela
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2020
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/14231
id nemertes-10889-14231
record_format dspace
institution UPatras
collection Nemertes
language Greek
topic Καρκίνος
Αγγειογένεση
Μπεβασιζουμάμπη
Βιοδείκτες
Πολυμορφισμοί
Φαρμακογονιδιωματική
Cancer
Angiogenesis
VEGF-A
ICAM-1
Bevacizumab
Biomarkers
Single-nucleotide polymorphisms
Pharmacogenomics
spellingShingle Καρκίνος
Αγγειογένεση
Μπεβασιζουμάμπη
Βιοδείκτες
Πολυμορφισμοί
Φαρμακογονιδιωματική
Cancer
Angiogenesis
VEGF-A
ICAM-1
Bevacizumab
Biomarkers
Single-nucleotide polymorphisms
Pharmacogenomics
Παπανικολάου, Μιχαέλα
Η επίδραση φαρμακογενωμικών βιοδεικτών αγγειογένεσης στην ανταπόκριση ασθενών με καρκίνο σε θεραπεία με μπεβασιζουμάμπη
description Το όφελος στη θεραπεία όγκων από τη μπεβασιζουμάμπη έχει διαπιστωθεί από διάφορες μελέτες. Ωστόσο, τα κλινικά αποτελέσματα εμφανίζουν μεταβλητότητα, με ορισμένους ασθενείς να εμφανίζουν πολύ καλή κλινική ανταπόκριση, ενώ κάποιοι άλλοι όχι. Η ανάγκη εξατομίκευσης της θεραπείας ασθενών που πάσχουν από καρκίνο κρίνεται επιτακτική, λόγω του στενού θεραπευτικού εύρους των αντινεοπλασματικών φαρμάκων και των παρατηρούμενων δια-ατομικών διαφορών που παρατηρούνται στην κλινική ανταπόκριση. Η παρουσία μονονουκλεοτιδικών πολυμορφισμών (SNPs) σε γονίδια που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την αγγειογένεση πιθανώς θα μπορούσε να εξηγήσει αυτή την ετερογένεια στην ανταπόκριση των ασθενών. Η παρούσα μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία αφορά σε μία μελέτη παρατήρησης που διερευνά την επίδραση ορισμένων φαρμακογενωμικών δεικτών της αγγειογένεσης (VEGF-A και οι πολυμορφισμοί στο γονίδιό του, rs699947, rs1570360 και rs2010963 και ICAM-1 και οι πολυμορφισμοί στο γονίδιό του rs5498 και rs1799969) στην ανταπόκριση ασθενών που λαμβάνουν μπεβασιζουμάμπη στα πλαίσια της θεραπείας τους κατά τη συνήθη κλινική πρακτική. Η μελέτη έγινε σε ογδόντα επτά (87) ασθενείς, εκ των οποίων 46 είχαν μεταστατικό καρκίνο του παχέος εντέρου ή του ορθού, 17 ασθενείς είχαν μεταστατικό καρκίνο του μαστού, 22 ασθενείς είχαν προχωρημένο επιθηλιακό καρκίνο των ωοθηκών ή εμμένων, υποτροπιάζων ή μεταστατικό καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και 2 ασθενείς είχαν μη χειρουργήσιμο, προχωρημένο, μεταστατικό, ή υποτροπιάζοντα μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα. Η εργασία είχε δύο επιμέρους σκέλη: Στο πρώτο μέρος, εξετάστηκε η επίδραση των πολυμορφισμών στην κλινική αποτελεσματικότητα της μπεβασιζουμάμπης, με τον έλεγχο της κλινικής ανταπόκρισης (DCR) κατά την 1η κλινική αξιολόγηση και με την επιβίωση χωρίς πρόοδο της νόσου (PFS). Στο δεύτερο μέρος, εξετάστηκε η επίδραση των πολυμορφισμών στην ασφάλεια της μπεβασιζουμάμπης και συγκεκριμένα στην πιθανότητα εμφάνισης σοβαρών θρομβώσεων και αιμορραγιών. Η μελέτη διήρκησε δύο χρόνια και διεκπεραιώθηκε με τη συλλογή δειγμάτων αίματος και κλινικών δεδομένων από το πανεπιστημιακό νοσοκομείο, ανίχνευση των πολυμορφισμών σε ολικό αίμα με τη μέθοδο της PCR στο εργαστήριο, αλληλούχιση με τη μέθοδο Sanger και στατιστική ανάλυση. Στα αποτελέσματα, βρέθηκε ότι ασθενείς που έλαβαν μπεβασιζουμάμπη ως θεραπεία πρώτης γραμμής, ανεξαρτήτως της ενδείξεως για την οποία λήφθηκε η μπεβασιζουμάμπη και ήταν ετερόζυγοι για το γονίδιο ICAM-1 rs1799969 (G/Α) εμφάνισαν αυξανόμενες τάσεις PFS 21.7 μηνών σε σύγκριση με φορείς του φυσιολογικού γονοτύπου G/G με PFS 12.3 μηνών (p- value=0.058). Ως προς την τοξικότητα, το μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών που έλαβαν μπεβασιζουμάμπη -ανεξαρτήτως ενδείξεως- και εκδήλωσαν σοβαρά περιστατικά τοξικότητας μέχρι την 1η αξιολόγηση έφεραν το φυσιολογικό γονότυπο VEGF-A rs699947 C/C (p=0.016) και ειδικότερα, όλοι εκ των ασθενών που εκδήλωσαν αιμορραγία έφεραν το C/C γονότυπο (p=0.017). Ακόμα, το 100% των ασθενών που εκδήλωσαν σοβαρή τοξικότητα -ανεξαρτήτως ενδείξεως- μέχρι την 1η αξιολόγηση κατείχαν τον G/G (wt) γονότυπο για το γονίδιο VEGF-A rs1570360 (p=0.031). Επιπροσθέτως, οι ασθενείς που έφεραν τον αγρίου τύπου γονότυπο G/G για το γονίδιο VEGF-A rs2010963 εκδήλωσαν τοξικότητα -ανεξαρτήτως ενδείξεως- σε σημαντικά μικρότερο βαθμό σε σχέση με τους ασθενείς που κατείχαν τους μεταλλαγμένους γονοτύπους (p=0.032). Τέλος, είναι αξιοσημείωτο ότι επτά στους επτά ασθενείς που εμφάνισαν τοξικότητα έφεραν τη wild-type (G/G) μορφή για το γονίδιο ICAM-1 rs1799969, αν και δε βρέθηκε στατιστική σημαντικότητα. Συμπερασματικά, εάν αυτά τα ευρήματα επιβεβαιωθούν με περαιτέρω μελέτες, αυτοί οι βιοδείκτες θα μπορούσαν να ενσωματωθούν και να χρησιμοποιηθούν για την επιλογή ασθενών με καρκίνο, οι οποίοι θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τις θεραπείες με μπεβασιζουμάμπη.
author2 Papanikolaou, Michaela
author_facet Papanikolaou, Michaela
Παπανικολάου, Μιχαέλα
author Παπανικολάου, Μιχαέλα
author_sort Παπανικολάου, Μιχαέλα
title Η επίδραση φαρμακογενωμικών βιοδεικτών αγγειογένεσης στην ανταπόκριση ασθενών με καρκίνο σε θεραπεία με μπεβασιζουμάμπη
title_short Η επίδραση φαρμακογενωμικών βιοδεικτών αγγειογένεσης στην ανταπόκριση ασθενών με καρκίνο σε θεραπεία με μπεβασιζουμάμπη
title_full Η επίδραση φαρμακογενωμικών βιοδεικτών αγγειογένεσης στην ανταπόκριση ασθενών με καρκίνο σε θεραπεία με μπεβασιζουμάμπη
title_fullStr Η επίδραση φαρμακογενωμικών βιοδεικτών αγγειογένεσης στην ανταπόκριση ασθενών με καρκίνο σε θεραπεία με μπεβασιζουμάμπη
title_full_unstemmed Η επίδραση φαρμακογενωμικών βιοδεικτών αγγειογένεσης στην ανταπόκριση ασθενών με καρκίνο σε θεραπεία με μπεβασιζουμάμπη
title_sort η επίδραση φαρμακογενωμικών βιοδεικτών αγγειογένεσης στην ανταπόκριση ασθενών με καρκίνο σε θεραπεία με μπεβασιζουμάμπη
publishDate 2020
url http://hdl.handle.net/10889/14231
work_keys_str_mv AT papanikolaoumichaela ēepidrasēpharmakogenōmikōnbiodeiktōnangeiogenesēsstēnantapokrisēasthenōnmekarkinosetherapeiamempebasizoumampē
AT papanikolaoumichaela theimpactofpharmacogenomicbiomarkersofangiogenesisintheresponseofcancerpatientsreceivingbevacizumab
_version_ 1771297279276220416
spelling nemertes-10889-142312022-09-05T20:25:42Z Η επίδραση φαρμακογενωμικών βιοδεικτών αγγειογένεσης στην ανταπόκριση ασθενών με καρκίνο σε θεραπεία με μπεβασιζουμάμπη The impact of pharmacogenomic biomarkers of angiogenesis in the response of cancer patients receiving bevacizumab Παπανικολάου, Μιχαέλα Papanikolaou, Michaela Καρκίνος Αγγειογένεση Μπεβασιζουμάμπη Βιοδείκτες Πολυμορφισμοί Φαρμακογονιδιωματική Cancer Angiogenesis VEGF-A ICAM-1 Bevacizumab Biomarkers Single-nucleotide polymorphisms Pharmacogenomics Το όφελος στη θεραπεία όγκων από τη μπεβασιζουμάμπη έχει διαπιστωθεί από διάφορες μελέτες. Ωστόσο, τα κλινικά αποτελέσματα εμφανίζουν μεταβλητότητα, με ορισμένους ασθενείς να εμφανίζουν πολύ καλή κλινική ανταπόκριση, ενώ κάποιοι άλλοι όχι. Η ανάγκη εξατομίκευσης της θεραπείας ασθενών που πάσχουν από καρκίνο κρίνεται επιτακτική, λόγω του στενού θεραπευτικού εύρους των αντινεοπλασματικών φαρμάκων και των παρατηρούμενων δια-ατομικών διαφορών που παρατηρούνται στην κλινική ανταπόκριση. Η παρουσία μονονουκλεοτιδικών πολυμορφισμών (SNPs) σε γονίδια που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την αγγειογένεση πιθανώς θα μπορούσε να εξηγήσει αυτή την ετερογένεια στην ανταπόκριση των ασθενών. Η παρούσα μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία αφορά σε μία μελέτη παρατήρησης που διερευνά την επίδραση ορισμένων φαρμακογενωμικών δεικτών της αγγειογένεσης (VEGF-A και οι πολυμορφισμοί στο γονίδιό του, rs699947, rs1570360 και rs2010963 και ICAM-1 και οι πολυμορφισμοί στο γονίδιό του rs5498 και rs1799969) στην ανταπόκριση ασθενών που λαμβάνουν μπεβασιζουμάμπη στα πλαίσια της θεραπείας τους κατά τη συνήθη κλινική πρακτική. Η μελέτη έγινε σε ογδόντα επτά (87) ασθενείς, εκ των οποίων 46 είχαν μεταστατικό καρκίνο του παχέος εντέρου ή του ορθού, 17 ασθενείς είχαν μεταστατικό καρκίνο του μαστού, 22 ασθενείς είχαν προχωρημένο επιθηλιακό καρκίνο των ωοθηκών ή εμμένων, υποτροπιάζων ή μεταστατικό καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και 2 ασθενείς είχαν μη χειρουργήσιμο, προχωρημένο, μεταστατικό, ή υποτροπιάζοντα μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα. Η εργασία είχε δύο επιμέρους σκέλη: Στο πρώτο μέρος, εξετάστηκε η επίδραση των πολυμορφισμών στην κλινική αποτελεσματικότητα της μπεβασιζουμάμπης, με τον έλεγχο της κλινικής ανταπόκρισης (DCR) κατά την 1η κλινική αξιολόγηση και με την επιβίωση χωρίς πρόοδο της νόσου (PFS). Στο δεύτερο μέρος, εξετάστηκε η επίδραση των πολυμορφισμών στην ασφάλεια της μπεβασιζουμάμπης και συγκεκριμένα στην πιθανότητα εμφάνισης σοβαρών θρομβώσεων και αιμορραγιών. Η μελέτη διήρκησε δύο χρόνια και διεκπεραιώθηκε με τη συλλογή δειγμάτων αίματος και κλινικών δεδομένων από το πανεπιστημιακό νοσοκομείο, ανίχνευση των πολυμορφισμών σε ολικό αίμα με τη μέθοδο της PCR στο εργαστήριο, αλληλούχιση με τη μέθοδο Sanger και στατιστική ανάλυση. Στα αποτελέσματα, βρέθηκε ότι ασθενείς που έλαβαν μπεβασιζουμάμπη ως θεραπεία πρώτης γραμμής, ανεξαρτήτως της ενδείξεως για την οποία λήφθηκε η μπεβασιζουμάμπη και ήταν ετερόζυγοι για το γονίδιο ICAM-1 rs1799969 (G/Α) εμφάνισαν αυξανόμενες τάσεις PFS 21.7 μηνών σε σύγκριση με φορείς του φυσιολογικού γονοτύπου G/G με PFS 12.3 μηνών (p- value=0.058). Ως προς την τοξικότητα, το μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών που έλαβαν μπεβασιζουμάμπη -ανεξαρτήτως ενδείξεως- και εκδήλωσαν σοβαρά περιστατικά τοξικότητας μέχρι την 1η αξιολόγηση έφεραν το φυσιολογικό γονότυπο VEGF-A rs699947 C/C (p=0.016) και ειδικότερα, όλοι εκ των ασθενών που εκδήλωσαν αιμορραγία έφεραν το C/C γονότυπο (p=0.017). Ακόμα, το 100% των ασθενών που εκδήλωσαν σοβαρή τοξικότητα -ανεξαρτήτως ενδείξεως- μέχρι την 1η αξιολόγηση κατείχαν τον G/G (wt) γονότυπο για το γονίδιο VEGF-A rs1570360 (p=0.031). Επιπροσθέτως, οι ασθενείς που έφεραν τον αγρίου τύπου γονότυπο G/G για το γονίδιο VEGF-A rs2010963 εκδήλωσαν τοξικότητα -ανεξαρτήτως ενδείξεως- σε σημαντικά μικρότερο βαθμό σε σχέση με τους ασθενείς που κατείχαν τους μεταλλαγμένους γονοτύπους (p=0.032). Τέλος, είναι αξιοσημείωτο ότι επτά στους επτά ασθενείς που εμφάνισαν τοξικότητα έφεραν τη wild-type (G/G) μορφή για το γονίδιο ICAM-1 rs1799969, αν και δε βρέθηκε στατιστική σημαντικότητα. Συμπερασματικά, εάν αυτά τα ευρήματα επιβεβαιωθούν με περαιτέρω μελέτες, αυτοί οι βιοδείκτες θα μπορούσαν να ενσωματωθούν και να χρησιμοποιηθούν για την επιλογή ασθενών με καρκίνο, οι οποίοι θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τις θεραπείες με μπεβασιζουμάμπη. The benefit of bevacizumab in the treatment of tumors has been established in several studies. However, clinical outcomes have variability, with some patients responding remarkably well, while others not. The need for individualized treatment in cancer patients is considered crucial due to the narrow therapeutic range of antineoplastic drugs and the observed inter-individual differences in clinical response. The presence of single nucleotide polymorphisms (SNPs) in genes linked directly or indirectly to angiogenesis could possibly explain this heterogeneity in patients’ response. The current master thesis constitutes an observational study evaluating the effect of certain pharmacogenomic factors related to angiogenesis (VEGF-A and the SNPs rs699947, rs1570360 και rs2010963 located in VEGF-A gene and ICAM-1 and the SNPs rs5498 και rs1799969 located in ICAM-1 gene) on the response and safety of patients receiving bevacizumab as part of their standard care treatment. A total of 87 patients were included in this study and specifically, 46 of them were diagnosed with metastatic colon or rectal cancer, 17 patients had metastatic breast cancer, 22 patients had advanced ovarian or persistent epithelial cancer or recurremetastatic cancer of the uterus and 2 patients had non-surgical, advanced, metastatic, or recurrent non-small cell lung cancer. The study consisted of two parts: In the first part, we examined the effect of the SNPs on the clinical efficacy of bevacizumab, by checking the Disease Control Rate (DCR) at 1st clinical evaluation and the Progression-free Survival (PFS). In the second part, we examined the effect of SNPs on the safety of bevacizumab and the possibility of experiencing severe thrombosis and bleeding in particular. The study lasted two years and was performed by collecting blood samples and clinical data from the university hospital, detecting of polymorphisms in whole blood with the PCR method, DNA sequencing with the Sanger method and statistical analysis. The results showed an interesting trend that patients receiving bevacizumab as first-line therapy, regardless of the indication for which bevacizumab was administered and were heterozygous for ICAM-1 rs1799969 (G/A), had prolonged PFS comparing with carriers of the G/G allele (p-value = 0.058). Concerning toxicity, the majority of patients who received bevacizumab -regardless of indication- and experienced severe adverse events up to the 1st clinical evaluation were carriers of VEGF-A rs699947 C/C genotype (p=0.016) and in particular, all of the patients who experienced bleeding carried the C/C genotype (p=0.017). Also, 100% of the patients -regardless of indication- who experienced severe toxicity up to the 1st clinical evaluation were carriers of the G/G (wt) genotype for VEGF-A rs1570360 (p = 0.031). In addition, patients carrying the G/G wild-type for VEGF-A rs2010963 showed significantly less toxicity than patients with the mutated genotypes (p = 0.032). Finally, it is remarkable that seven out of seven patients who experienced toxicity carried the wild-type (G / G) form of ICAM-1 rs1799969 (although no statistical significance was found). In conclusion, if these findings are confirmed by further studies, these biomarkers could be integrated and used to select cancer patients who could benefit from bevacizumab treatments. 2020-12-05T08:18:55Z 2020-12-05T08:18:55Z 2020-11-04 http://hdl.handle.net/10889/14231 gr application/pdf