Περίληψη: | To σύνδρομο κενής μύτης (empty nose syndrome) αποτελεί κλινική οντότητα που χαρακτηρίζεται από παράδοξη ρινική συμφόρηση σε αντίθεση με την αντικειμενική παρουσία μια ευρείας ρινικής κοιλότητας, προκαλούμενη συνήθως μετά από επεμβάσεις συρρίκνωσης ή εκτομής των ρινικών κογχών
Σκοπός: Η διευκρίνιση των αποτελεσμάτων των χειρουργικών τεχνικών στην αντιμετώπιση του συνδρόμου κενής μύτης καθώς και η σύγκριση μεταξύ τους
Υλικά – Μέθοδος: Χρησιμοποιήθηκαν οι ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων PubMed, Clinical Trials, Cochrane Collaboration για αναζήτηση άρθρων με ορούς αναζήτησης το συνδρόμου κενής μύτης και την ατροφική ρινίτιδα.
Αποτελέσματα: Από την αναζήτηση στη διεθνή βιβλιογραφία προέκυψε ένα σύνολο 14 μελετών που περιλάμβαναν 217 ασθενείς. Οι μελέτες διαχωρίστηκαν σε δυο βασικές κατηγορίες ως προς την μέθοδο αποκατάστασης που χρησιμοποιήθηκε. Η πρώτη κατηγορία περιλάμβανε την εμφύτευση υλικών διαρρινικά, ενώ στην δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονται μελέτες στις οποίες πραγματοποιήθηκαν εγχύσεις υλικών στο ύψος της κεφάλης της κάτω ρινικής κόγχης. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην κατηγορία των εμφυτεύσεων περιλαμβάνουν μια σειρά από βιοϋλικά και αυτόλογα μοσχεύματα (χόνδρος, ακυτταρικό χόριο, φύλλα σιλικόνης, εντερικός υποβλεννογόνιος χιτώνας λεπτού εντέρου, medpor, κεραμικά μοσχεύματα). Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για τις εγχύσεις των μελετών ήταν το υαλουρονικό οξύ , γέλη
καρβοξυλομεθυλοκυτταρίνη/γλυκερίνη, στρωματικός αγγειακός παράγοντας (SVF) και βλαστοκύτταρα από λιπώδη ιστό (ADSC). Σκοπός των τεχνικών αποτέλεσε η αύξηση της ρινικής αντίστασης μέσω της δημιουργίας νεοκογχών, είτε η αναγέννηση του ρινικού βλεννογόνου μέσω της χρήσης βλαστοκυττάρων. Η αξιολόγηση της κλινικής αποτελεσματικότητας των μεθόδων που μελετήθηκαν, έγινε με την χρήση ερωτηματολογίων (ENS6Q, SNOT, VAS, NOSE, RhinoQol, NOSE, GAD-7, PHQ-9) αλλά και με μετρήσεις ακουστικής ρινομανομετρίας και βλεννοκροσσωτής κάθαρσης. Η πλειονότητα των τεχνικών που συμπεριλαμβάνονται στην ανασκόπηση, απέδωσε θετικά αποτελέσματα στους ασθενείς με σύνδρομο. Εξαίρεση αποτέλεσαν 4 ασθενείς των ενδορρινικών εμφυτεύσεων και 7 ασθενείς των εγχύσεων με SVF που δεν παρουσίασαν καμία αλλαγή σε σχέση με την προεγχειρητική τους κατάσταση.
.
Συμπέρασμα: Η χρήση διαφορετικών μεθόδων για τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας σε κάθε μελέτη, δεν ανέδειξε την υπεροχή συγκεκριμένης μεθόδου. Παράλληλα, η καταγραφή περιστατικών που δεν ωφελήθηκαν της οποιαδήποτε χειρουργικής παρέμβασης οδήγησε στο συμπέρασμα ότι απαιτείται περισσότερη έρευνα για την εξακρίβωση της αποτελεσματικότερης μεθόδου. O συνδυασμός διαρρινικών εμφυτεύσεων μαζί με έγχυση βλαστοκυττάρων φαίνεται να αποτελεί μια υποσχόμενη μέθοδο και αντικείμενο μελέτης μελλοντικών ερευνών.
|