Περίληψη: | Αδιαμφισβήτητα, η ανάγκη καταγραφής του κωνσταντινουπολίτικου γλωσσικού ιδιώματος έγκειται στο γεγονός ότι συγχρονικά η γλώσσα μετατοπίζεται είτε προς την Τουρκική είτε προς την Κοινή Νέα Ελληνική. Η Ελληνική της Κωνσταντινούπολης διαθέτει ιδιαιτερότητες –ιδιαιτερότητες που συνδέονταν και με το μορφωτικό επίπεδο των ομιλούντων της Πόλης- σε σύγκριση με άλλες ελληνόφωνες περιοχές, όπως η δημιουργία νέας Κοινής από τον 15ο αιώνα και έπειτα, η οποία διέθετε χαρακτηριστικά που εντοπίζονταν στις γλωσσικές ποικιλίες που συνέβαλαν στη συγκρότηση του ιδιώματος της Κωνσταντινούπολης.
Το βασικό εγχειρίδιο για την παρούσα εργασία αποτέλεσε το Λεξικό του Κωνσταντινουπολίτικου γλωσσικού ιδιώματος, του Ν. Ζαχαριάδη, το οποίο συμπεριλαμβάνει λέξεις και ιδιωματισμούς που εντάσσονται χρονικά έως και τα μέσα του 20ου αιώνα, ήδη από το 1839 (περίοδος του Τανζιμάτ). Αν και ο όρος κωνσταντινουπολίτικο ιδίωμα έχει γνωρίσει αρκετή αμφισβήτηση αφού, η Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 19ου αιώνα, αποτελούσε μία μεγαλούπολη, της οποίας οι κάτοικοι είχαν υιοθετήσει νέες γλωσσικές συνήθειες, η ανάγκη καταγραφής των «Πολίτικων» ανέδειξε την γλωσσική ταυτότητα που δημιουργήθηκε μέσα από την επίδραση της τουρκικής γλώσσας αλλά, και της γαλλικής και ιταλικής.
Θεμελιώδες εγχείρημα της παρούσας εργασίας είναι η ανάδειξη της μορφολογίας των λέξεων του κωνσταντινουπολίτικου ιδιώματος υπό το πρίσμα των επιρροών τόσο της τουρκικής και Κοινής Νέας Ελληνικής γλώσσας όσο και της γαλλικής ή ιταλικής, για την διαμόρφωση των δάνειων τύπων. Καταλυτική είναι η αναφορά και αξιοποίηση προτάσεων της κ. Αγγελική Ράλλη σχετικά με δύο διαλέκτους της Μικράς Ασίας, την Ποντιακή και την Αϊβαλιώτικη.
|