Περίληψη: | Η σχέση μεταξύ καπνίσματος και σχιζοφρένειας αποτελεί ζήτημα ερευνητικού ενδιαφέροντος τα τελευταία χρόνια, για το οποίο οι επικρατούσες υποθέσεις είναι οι εξής τρεις: η υπόθεση περί χρήσης του καπνού ως αυτοθεραπεία, η υπόθεση περί κοινής ευαλωτότητας για ανάπτυξη σχιζοφρένειας και εξάρτησης από νικοτίνη και τέλος, η υπόθεση που υποστηρίζει τον πιθανό αιτιολογικό ρόλο του καπνίσματος για την εκδήλωση σχιζοφρένειας. Πρόκειται για τρεις υποθέσεις εκ των οποίων, η ύπαρξη της καθεμίας δεν αποκλείει την ύπαρξη της άλλης, καθώς η ανακουφιστική δράση της νικοτίνης, ως προς τα πυρηνικά συμπτώματα της νόσου, το άγχος και τις ανεπιθύμητες ενέργειες της αντιψυχωτικής φαρμακευτικής αγωγής, δεν αποκλείει τη βλάβη που προκαλεί σε βάθος χρόνου.
Στη μελέτη μας συμπεριλήφθηκαν 100 ασθενείς, διαγνωσθέντες με σχιζοφρένεια, καπνίζοντες και μη καπνίζοντες. Εξετάστηκαν ως προς τη βαρύτητα ψυχοπαθολογίας με τη χρήση της Κλίμακας Θετικού και Αρνητικού Συνδρόμου (Positive and Negative Syndrome Scale, PANSS) και ως προς την ύπαρξη και χρονική διάρκεια των προδρόμων συμπτωμάτων. Στους ασθενείς αυτούς, εξετάστηκε η συχνότητα του καπνίσματος κατά τη διάρκεια τεσσάρων σημαντικών φάσεων στην πορεία της νόσου: προνοσηρή περίοδος, πρόδρομη περίοδος,κατά το χρονικό διάστημα εκδήλωσης του πρώτου επεισοδίου και κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διενεργήθηκε η Κλίμακα Θετικού και Αρνητικού Συνδρόμου (Positive and Negative Syndrome Scale, PANSS).
Τα αποτελέσματα της στατιστικής ανάλυσης ανέδειξαν αυξητική τάση της συχνότητας του καπνίσματος κατά την πορεία της νόσου. Επίσης, παρατηρείται θετική συσχέτιση, στατιστικά σημαντική, μεταξύ της συχνότητας του καπνίσματος κατά την προνοσηρή περίοδο και της αθροιστικής βαθμολογίας της αρνητικής υποκλίμακας της PANSS, αλλά και της βαθμολογίας τριών λημμάτων που αφορούν επιμέρους αρνητικά συμπτώματα: πτωχή συναισθηματική σχέση, παθητική / απαθή κοινωνική απόσυρση, στερεότυπη σκέψη. Επιπροσθέτως, προέκυψε θετική συσχέτιση, στατιστικά σημαντική μεταξύ της συχνότητας του καπνίσματος κατά την πρόδρομη, αλλά και κατά την ενεργό φάση της νόσου και της βαρύτητας του λήμματος εννοιολογική αποδιοργάνωση. Παράλληλα, οι καπνίζοντες εμφάνιζαν βαρύτερη ψυχοπαθολογία συγκριτικά με τους μη καπνίζοντες, όπως προέκυψε από τη βαθμολογία των επιμέρους λημμάτων της PANSS, ως προς τα παρακάτω συμπτώματα: καχυποψία / ιδέες δίωξης, αμβλύ συναίσθημα, πτωχή συναισθηματική σχέση και ψυχική τάση. Αντίθετα οι μη καπνίζοντες εμφάνιζαν βαρύτερη ψυχοπαθολογία ως προς το σύμπτωμα σωματική ενασχόληση. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι και τα ευρήματα σχετικά με την επίδραση του καπνίσματος στη βαρύτητα της ψυχοπαθολογίας κατά την πορεία της νόσου, τα οποία συνηγορούν υπέρ της υπόθεσης ότι το κάπνισμα πιθανώς αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα, δρώντας συνεργικά με τη χρονιότητα ή / και τις υποτροπές, ως προς τη βαρύτητα της ψυχοπαθολογίας, και ιδίως των αρνητικών συμπτωμάτων, σε μεταγενέστερα επεισόδια.
Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ καπνίσματος και προδρόμων συμπτωμάτων, δεν προέκυψε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ καπνιζόντων και μη καπνιζόντων ως προς την ηλικία έναρξης των προδρόμων συμπτωμάτων, ούτε ως προς τη διάρκεια τους.
101
102
Ωστόσο φαίνεται πως τα αρνητικά και μη ειδικά πρόδρομα συμπτώματα έχουν μεγαλύτερη διάρκεια στους καπνίζοντες, συγκριτικά με τους μη καπνίζοντες. Ως προς την ηλικία έναρξης της νόσου, προκύπτει στατιστικώς σημαντική διαφορά, με τους καπνίζοντες να νοσούν αργότερα. Παρά το γεγονός αυτό, εμφανίζουν βαρύτερα αρνητικά συμπτώματα, γεγονός που συνηγορεί υπέρ του επιβαρυντικού ρόλου του καπνίσματος στην ψυχοπαθολογία.
Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της μελέτης ενισχύουν την άποψη πως το κάπνισμα διαδραματίζει επιβαρυντικό ρόλο ως προς τη βαρύτητα της ψυχοπαθολογίας - κυρίως των αρνητικών συμπτωμάτων - και συνδέεται με παρουσία και μεγαλύτερη διάρκεια κυρίως αρνητικών προδρόμων συμπτωμάτων, με συνεπακόλουθο χειρότερη πρόγνωση.
|