Χαρακτηριστικά διαβίωσης χερσαίων σαλιγκαριών κατά μήκος υψομετρικής διαβάθμισης στο Όρος Χελμός

Τα χαρακτηριστικά πολλών οργανισμών μπορούν να επηρεάζονται ή ακόμα και να διαμορφώνονται, σύμφωνα με τις συνθήκες που επικρατούν στο περιβάλλον που διαβιούν. Το υψόμετρο θα μπορούσε να είναι ένας παράγοντας που επιφέρει αλλαγές στα χαρακτηριστικά ενός είδους, καθώς σε διαφορετικά υψόμετρα επικρατού...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Ανδρουλιδάκη, Παρασκευή-Δανάη
Άλλοι συγγραφείς: Γκιώκας, Σίνος
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2021
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/14619
Περιγραφή
Περίληψη:Τα χαρακτηριστικά πολλών οργανισμών μπορούν να επηρεάζονται ή ακόμα και να διαμορφώνονται, σύμφωνα με τις συνθήκες που επικρατούν στο περιβάλλον που διαβιούν. Το υψόμετρο θα μπορούσε να είναι ένας παράγοντας που επιφέρει αλλαγές στα χαρακτηριστικά ενός είδους, καθώς σε διαφορετικά υψόμετρα επικρατούν διαφορετικές συνθήκες. Έρευνες έχουν δείξει ότι το υψόμετρο μπορεί να επηρεάσει μορφολογικά χαρακτηριστικά χερσαίων σαλιγκαριών. Σε αυτήν την εργασία έγινε εκτίμηση του μεγέθους πληθυσμών του χερσαίου σαλιγκαριού Albinaria arcadica και εξετάστηκε εάν το υψόμετρο επηρεάζει πληθυσμιακά το είδος και επίσης μελετήθηκε ποια είναι η ηλικιακή σύνθεση των πληθυσμών αυτών. Η Albinaria arcadica είναι ένα είδος χερσαίου σαλιγκαριού, ενδημικό της Ελλάδας, που συναντάται στην Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα. Διαβιεί σε βράχους και είναι ενεργό από τα μέσα Οκτωβρίου έως και τα τέλη Απριλίου, καθώς το υπόλοιπο διάστημα διαθερίζει. Για την εκπόνηση της έρευνας επιλέχθηκαν πέντε σταθμοί σε διαφορετικά υψόμετρα (38m, 137m, 668m, 907m, 1478m) στο όρος Χελμός (Πελοπόννησος). Πραγματοποιήθηκαν δειγματοληψίες κατά τους μήνες Νοέμβριο, Ιανουάριο, Μάρτιο και Μάιο, με εξαίρεση τον υψομετρικά υψηλότερο σταθμό, όπου έγιναν δειγματοληψίες μόνο κατά τους μήνες Νοέμβριο και Μάιο. Για τη εκτίμηση του μεγέθους του πληθυσμού χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της σήμανσης/επανασύλληψης και τα δεδομένα αναλύθηκαν με το μοντέλο POPAN και τις μεθόδους Jolly-Seber, Schnabel, Schumacher-Eschmeyer και Lincoln-Petersen, μέσω του λογισμικού MARK και Ecological Methodology. Για την εκτίμηση της ηλικιακής σύνθεσης χρησιμοποιήθηκαν μετρήσεις του μήκους του κελύφους. Σε κάθε δειγματοληψία ελήφθησαν μετρήσεις από ώριμα και νεαρά άτομα, οι οποίες αναλύθηκαν με την μέθοδο Bhattacharya μέσω του λογισμικού FiSAT II. Το ερώτημα εάν οι διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των σταθμών, αναφορικά με το μέγεθος του πληθυσμού, εξαρτώνται από την υψομετρική διαφορά εξετάστηκε με γραμμική παλινδρόμηση. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο πιο πολυπληθής σταθμός είναι ο 3ος και ακολουθείται από τους σταθμούς 1, 4, 2 και 5. Οι διαφορές στο μέγεθος του πληθυσμού δεν φάνηκε να εξαρτώνται από το υψόμετρο, αλλά μια πιθανή παράμετρος θα μπορούσε να είναι η έκταση κάθε σταθμού. Όσον αφορά στην ηλικιακή σύνθεση, τα δεδομένα ήταν ανεπαρκή ώστε να γίνει κατανοητό εάν υπάρχει διαφορά μεταξύ των σταθμών ή αν παρουσιάζουν όλοι τις ίδιες ηλικιακές κλάσεις, ως εκ τούτου παρουσιάζονται δύο υποθέσεις. Η μία εξετάζει την ηλικιακή σύνθεση κάθε σταθμού χωριστά, θεωρώντας ότι αυτοί δεν παρουσιάζουν ίδια πρότυπα αναπαραγωγής και αύξησης, ενώ η άλλη θεωρεί ότι οι σταθμοί ακολουθούν τα ίδια πρότυπα και η ηλικιακή σύνθεση προκύπτει συνδυαστικά από τα δεδομένα όλων των σταθμών. Τέλος, φάνηκε ότι το μήκος του κελύφους διαφέρει μεταξύ των σταθμών, με τον 2ο σταθμό να παρουσιάζει το μεγαλύτερο μήκος και να έπονται οι σταθμοί 3, 5, 4 και 1, φαίνεται δε ότι ούτε για αυτήν την παράμετρο υπάρχει συσχέτιση με το υψόμετρο.