Περίληψη: | Στόχος της παρούσας διπλωματικής εργασίας αποτελεί η μελέτη του ηθικού και νομοθετικού πλαισίου δραστηριοποίησης των Πολυεθνικών Επιχειρήσεων. Στη σύγχρονη εποχή ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις δείχνουν αυξανόμενο ενδιαφέρον ως προς τις πρακτικές της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης. Συνεπώς, θεώρησα σκόπιμο να ασχοληθώ με το εν λόγω ζήτημα καθώς πρόκειται για ένα επίκαιρο θέμα. Η εργασία επιχειρεί να προσδιορίσει κατά το όσο περισσότερο δυνατό το ηθικό και νομικό πλαίσιο υιοθέτησης και εφαρμογής από πλευράς των επιχειρήσεων των επιταγών κοινωνικής υπευθυνότητας.
Η διπλωματική εργασία δομείται σε 7 κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο «Εισαγωγή» παρουσιάζονται οι στόχοι του εν προκειμένω συγγράμματος καθώς επίσης οι λόγοι που οδήγησαν στη συγγραφή αυτού.
Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύεται η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για την εκπόνησή της εργασίας και την εξαγωγή συμπερασμάτων.
Το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται σε μία συνοπτική θεωρητική προσέγγιση των Πολυεθνικών Επιχειρήσεων. Ειδικότερα, παρουσιάζονται οι στρατηγικές επέκτασης των εταιρειών, δίνεται ο ορισμός και τα βασικά χαρακτηριστικά των Π.Ε. και γίνεται μία ιστορική ανασκόπηση αυτών. Τέλος, επιχειρείται να ορισθεί το νομικό πλαίσιο σύστασης και λειτουργίας τους. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις Κατευθυντήριες Οδηγίες του ΟΟΣΑ, οι οποίες αναλύονται εξονυχιστικά στο τέλος της εργασίας στο Παράρτημα 1.
Στο τέταρτο κεφάλαιο επιχειρείται μία γενική εισαγωγή στον ορισμό της βιώσιμης ανάπτυξης και η σύνδεση αυτής με τις επιταγές της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης. Μάλιστα, δίνεται ένα γενικό νομικό πλαίσιο όσον αφορά την εφαρμογή από πλευράς των επιχειρήσεων της κοινωνικής υπευθυνότητας προς την επίτευξη της βιωσιμότητας τόσο της ιδίας της επιχείρησης όσο και του ευρύτερου συνόλου. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται για την οδηγία 2004/95/Ε.Ε., σύμφωνα με την οποία είναι απαραίτητη η δημοσίευση από μέρους των εταιρειών μη χρηματοοικονομικών καταστάσεων, σχετικών με θέματα αειφόρου ανάπτυξης.
Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζεται μία γενική θεώρηση της έννοιας «Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη». Πιο συγκεκριμένα, γίνεται η απόπειρα της εννοιολογικής προσέγγισης του περιεχομένου αυτής καθώς επίσης μία ιστορική αναδρομή προς εύρεση του κανονιστικού πλαισίου εφαρμογής της. Παράλληλα, αναλύεται η Θεωρία των «Ενδιαφερόμενων Μερών» με στόχο να αναδειχθεί η σπουδαιότητα της υιοθέτησης των επιταγών της κοινωνικής υπευθυνότητας.
Στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζεται ενδελεχώς η Πολυεθνική Εταιρεία Coca Cola 3E ως μελέτη περίπτωσης εφαρμογής προγραμμάτων κοινωνικής ευθύνης. Πιο συγκεκριμένα, παρατίθενται οι δράσεις της επιχείρησης που αναφέρονται στους εργαζόμενους, την κοινωνία και τους καταναλωτές. Επίσης, αναλύονται οι δράσεις και οι πολιτικές της επιχείρησης αναφορικά με την πολιτική των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τη βιώσιμη ανάπτυξη και την δημόσια υγεία.
Στο έβδομο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Συμπεράσματα & Προτάσεις» αναλύονται ορισμένα γενικά συμπεράσματα κατόπιν της παρουσίασης της μελέτης περίπτωσης. Ειδικότερα, συμπεραίνεται πως η υιοθέτηση των πρακτικών κοινωνικής ευθύνης συμβάλλει στην ανάπτυξη της καλής φήμης των εταιρειών και καθ’ αυτό τον τρόπο στην εδραίωσή τους στην αγορά. Επιπλέον, δίνεται έναυσμα προς έρευνα παροχής ισχυρών κινήτρων σε μικρότερες επιχειρήσεις για την ανάληψη δράσεων Ε.Κ.Ε. Τέλος, συνάγεται πως η υιοθέτηση των επιταγών Ε.Κ.Ε. είναι κυρίως ηθικής δεοντολογίας και όχι νομικής υποχρέωσης. Επομένως, είναι απαραίτητη ανάγκη αυτή η έλλειψη του κανονιστικού πλαισίου να αναθεωρηθεί και οι Κυβερνήσεις να προβούν σε ενέργειες προς τη δημιουργία ενός νομοθετικού υπόβαθρου αυτής.
|