Ανάλυση πτητικών και μη πτητικών δευτερογενών μεταβολιτών αυτοφυών πληθυσμών διαφόρων taxa του γένους Crocus

Ο κρόκος είναι ένα πολυετές, βολβώδες φυτό, το οποίο ανήκει στην οικογένεια των Ιριδοειδών και ευδοκιμεί κυρίως στις χώρες της Μεσογείου και της Νοτιοδυτικής Ασίας. Απαντάται ως αυτοφυές φυτό αλλά και καλλιεργούμενο. Η καλλιέργεια του κρόκου πραγματοποιείται στην Ελλάδα, τη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Μικέλη, Κυριακή
Άλλοι συγγραφείς: Mikeli, Kyriaki
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2021
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/15107
Περιγραφή
Περίληψη:Ο κρόκος είναι ένα πολυετές, βολβώδες φυτό, το οποίο ανήκει στην οικογένεια των Ιριδοειδών και ευδοκιμεί κυρίως στις χώρες της Μεσογείου και της Νοτιοδυτικής Ασίας. Απαντάται ως αυτοφυές φυτό αλλά και καλλιεργούμενο. Η καλλιέργεια του κρόκου πραγματοποιείται στην Ελλάδα, τη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και την Κίνα καθώς από τους στύλους του παράγεται το ευρέως γνωστό σαφράν. Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί παγκοσμίως 160 είδη του γένους Crocus από τα οποία τα 30 φύονται στην Ελλάδα με 19 από αυτά να είναι ενδημικά. Ο Crocus sativus είναι ο πιο γνωστός εκπρόσωπος του γένους, ο οποίος στην Ελλάδα καλλιεργείται συστηματικά στην περιοχή της Κοζάνης. Μέχρι σήμερα έχει αποσαφηνιστεί η χημική του σύσταση καθώς επίσης έχουν μελετηθεί και πολλές από τις φαρμακευτικές του ιδιότητες. Ανάμεσα στα συστατικά των στύλων του κρόκου κυρίαρχες είναι οι κροκίνες και τα φλαβονοειδή, ενώ στο αιθέριο έλαιο του επικρατεί η σαφρανάλη. Στην παρούσα έρευνα, μελετήθηκε η φυτοχημική σύσταση των στύλων τριών διαφορετικών taxa, του Crocus nivalis και του Crocus olivieri από την περιοχή του Παναχαϊκού Όρους και του Crocus veluchensis από την περιοχή του Τυμφρηστού Όρους και συγκρίθηκαν με αυτή του Crocus sativus από την περιοχή της Κοζάνης. Αρχικά, αναλύθηκαν οι στύλοι των C. olivieri και C. veluchensis ως προς το περιεχόμενο τους σε πτητικά συστατικά όπου τα αποτελέσματα έδειξαν παντελή απουσία πτητικών συστατικών. Στην συνέχεια αναλύθηκε η ποιοτική και ποσοτική σύσταση του μεθανολικού εκχυλίσματος των στύλων και των τεσσάρων ειδών με τις τεχνικές HPLC-DAD, UPLC-MS και UΗPLC-MS. Τα χρωματογραφήματα αποκάλυψαν σημαντικές διαφορές στη σύσταση τους. Συνολικά, ταυτοποιήθηκαν 8 συστατικά στο εκχύλισμα του C. sativus, 11 συστατικά στο εκχύλισμα του C. olivieri μεταξύ των οποίων η trans-κροκίνη 9, η οποία δεν έχει αναφερθεί προηγουμένως στους στύλους άλλου Crocus taxon, 22 συστατικά στο εκχύλισμα του C. nivalis και 25 συστατικά στο εκχύλισμα του C. veluchensis μεταξύ των οποίων και δύο κροκίνες που περιέχουν ομάδες ραμνόζης στη δομής τους οι οποίες δεν έχουν περιγραφεί προηγουμένως. Για τον ποσοτικό προσδιορισμό των κύριων συστατικών των τεσσάρων διαφορετικών ειδών κρόκου απομονώθηκαν με ημιπαρασκευαστικό HPLC από το εκχύλισμα του C. sativus και του C. nivalis έξι ενώσεις μεταξύ των οποίων η trans-κροκίνη 6, η trans-κροκίνη 4, η trans-κροκίνη 3, η trans-κροκίνη 3’, η trans-κροκίνη 2 και η καμφερόλη 3-σοφοροζίτης. Για καθένα από τα συστατικά αυτά κατασκευάστηκε μια πρότυπη καμπύλη βαθμονόμησης μέσω των τεχνικών του UPLC-MS αρχικά και του HPLC-DAD στη συνέχεια. Όλες οι καμπύλες κατέδειξαν πολύ καλή γραμμικότητα και επίσης υπολογίστηκαν και με τις 2 τεχνικές τα κατώτατα όρια ανίχνευσης και ποσοτικοποίησης των συστατικών (Lower Limit of Detection/Quantitation, LLOD/LLOQ). Η trans-κροκίνη 6 ήταν η επικρατέστερη στο C. nivalis με συγκέντρωση 116,2±12,2 mg/g ξηρού στύλου μέσω HPLC-DAD και 88,7±2,7 mg/g ξηρού στύλου μέσω UPLC-MS, ενώ επίσης η ίδια βρέθηκε να είναι το κύριο συστατικό και στο εκχύλισμα του C. veluchensis με συγκέντρωση 34,6±0,3 mg/g ξηρού στύλου μέσω HPLC-DAD και 24,5±0,5 mg/g ξηρού στύλου μέσω UPLC-MS. Στον C. sativus επικρατεί ποσοτικά η trans-κροκίνη 4 με συγκέντρωση 146,1±11,3 mg/g ξηρού στύλου μέσω HPLC-DAD και 113,2±4,5 mg/g ξηρού στύλου μέσω UPLC-MS ενώ στους στύλους του C. olivieri κύριο συστατικό με διαφορά είναι το φλαβονοειδές κερσετίνη-γλυκοζίτης-ραμνοζίτης με 78,0±2,1 mg/g ξηρού στύλου μέσω HPLC-DAD και 57,9±0,6 mg/g ξηρού στύλου μέσω UPLC-MS. Τα ποσοτικά αυτά στοιχεία που αφορούν τον C. veluchensis, C. olivieri και C. nivalis παρουσιάζονται για πρώτη φορά καθώς δεν έχει πραγματοποιηθεί αντίστοιχη μελέτη της χημικής σύστασης των τριών αυτών ανοιξιάτικων ειδών κρόκου μέχρι σήμερα.