Επιδημιολογικά, κλινικά και ανοσολογικά χαρακτηριστικά σε διαβητικούς ασθενείς με σοβαρές λοιμώξεις

Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης λοιμώξεων και σήψης. Προηγούμενες μελέτες έχουν αναφέρει χειρότερη έκβαση σε ασθενείς με ΣΔ, σε σχέση με τους μη διαβητικούς. Στην μελέτη αυτή προσπαθήσαμε να προσδιορίσουμε εάν οι προγνωστικοί δείκτες και τα πρωτογενή αποτελέ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Καψοκώστα, Γεωργία
Άλλοι συγγραφείς: Kapsokosta, Georgia
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2021
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/15126
Περιγραφή
Περίληψη:Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης λοιμώξεων και σήψης. Προηγούμενες μελέτες έχουν αναφέρει χειρότερη έκβαση σε ασθενείς με ΣΔ, σε σχέση με τους μη διαβητικούς. Στην μελέτη αυτή προσπαθήσαμε να προσδιορίσουμε εάν οι προγνωστικοί δείκτες και τα πρωτογενή αποτελέσματα διέφεραν μεταξύ των ασθενών με και χωρίς ΣΔ τύπου II και σήψη που δεν νοσηλεύτηκαν σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Το Ελληνικό Μητρώο Ομάδας Μελέτης Σήψης χρησιμοποιήθηκε για τη συλλογή σε εθνικό επίπεδο δεδομένων ασθενών με σήψη από το 2006, για την εκτέλεση αυτής της μελέτης, κατηγοριοποιώντας τους ασθενείς ανάλογα με την παρουσία ή την απουσία ΣΔ II. Οι ασθενείς πληρούσαν απόλυτα τα κριτήρια ορισμού Sepsis 3 με σηπτικό σοκ (Λοίμωξη, Σήψη και Σηπτικό σοκ), φύλο, ηλικία, βαθμολογία APACHE II και δείκτη συννοσηρότητας Charlsons (CCI). Χρησιμοποιήθηκαν τα στατιστικά t-test και chi square t-test για τη σύγκριση προγνωστικών δεικτών και πρωτογενών αποτελεσμάτων, καθώς και εργαστηριακών παραμέτρων μεταξύ ομάδων. Από ένα αρχικό δείγμα 4320 ασθενών με σήψη που δεν νοσηλεύτηκαν σε μοναδες εντατικής θεραπείας, 812 (406 με ΣΔ, 406 χωρίς ΣΔ) συμπεριλήφθηκαν τελικά σε αυτή τη μελέτη, μετά από αντιστοιχία με τα κριτήρια. Τα βασικά χαρακτηριστικά ήταν ηλικία 76 [± 10,3] ετών, 46% άρρενες, APACHE II 15,5 [± 6], CCI 5,1 [± 1,8], 24% λοίμωξη, 63,8% σήψη και 12,2% σηπτικό σοκ. Δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά μεταξύ διαβητικών και μη διαβητικών σε qSOFA (1,3 [± 0,9] έναντι 1,3 [± 0,9], p = 0,7), SOFA (3,9 [± 3,1] έναντι 4,2 [± 3,3], p = 0,1], ή επίπεδα SUPAR1 (12,5 [± 7,8] έναντι 11,8 [± 7,0], p = 0,3) αντίστοιχα. Το σύνδρομο πρωτοπαθούς σήψης επιλύθηκε στο 70,9% των περιπτώσεων (71,1% ΣΔ έναντι 70,6% χωρίς ΣΔ, p = 0,9). Όσον αφορά το την έκβαση στις 28 ημέρες, το 24% απεβίωσε (24,1% ΣΔ έναντι 23,9% χωρίς ΣΔ, p = 0,9), ενώ η αιτία θανάτου ήταν παρόμοια μεταξύ διαβητικών και μη διαβητικών (σήψη 17,8% έναντι 15,8%, καρδιακό συμβάν 3,7 % έναντι 3,2%, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο 0,5% έναντι 0,5%, κακοήθεια 0,7% έναντι 2% αντίστοιχα, p = 0,6) Δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στους προγνωστικούς δείκτες και την έκβαση μεταξύ ασθενών με και χωρίς ΣΔ και σήψη που δεν νοσηλεύτηκαν σε μονάδες εντατικής θεραπείας όταν αντιστοιχήθηκαν για τις συνοδές καταστάσεις. Η παρουσία συννοσηρότητας που σχετίζονται με ΣΔ και όχι απαραίτητα ο ΣΔ καθεαυτός μπορεί να οδηγήσει σε χειρότερη πρόγνωση και έκβαση σε αυτούς τους ασθενείς.