Απομόνωση και χαρακτηρισμός συστατικών του εκχυλίσματος οξικού αιθυλεστέρα του είδους Sideritis clandestina subsp. peloponnesiaca (Boiss. & Heldr.) Baden

Αντικείμενο της παρούσας διπλωματικής εργασίας αποτέλεσε το ενδημικό είδος της Πελοποννήσου Sideritis clandestina ssp. peloponnesiaca, από το όρος Χελμός. Συγκεκριμένα, μελετήθηκε το πιο άπολο κλάσμα του εκχυλίσματος οξικού αιθυλεστέρα των εναέριων τμημάτων του φυτού και πιο συγκεκριμένα ένα υποκλάσ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Μπισκίνης, Αντώνιος
Άλλοι συγγραφείς: Biskinis, Antonios
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2021
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/15145
Περιγραφή
Περίληψη:Αντικείμενο της παρούσας διπλωματικής εργασίας αποτέλεσε το ενδημικό είδος της Πελοποννήσου Sideritis clandestina ssp. peloponnesiaca, από το όρος Χελμός. Συγκεκριμένα, μελετήθηκε το πιο άπολο κλάσμα του εκχυλίσματος οξικού αιθυλεστέρα των εναέριων τμημάτων του φυτού και πιο συγκεκριμένα ένα υποκλάσμα αυτού, με στόχο τον χαρακτηρισμό και απομόνωση όσων ενώσεων ήταν δυνατό και την αξιολόγηση των τελικών ενώσεων ή κλασμάτων ως προς την ικανότητά τους να αναστέλλουν το ένζυμο ακετυλοχολινεστεράση, που εμπλέκεται φαρμακολογικά στη νευροδιαβίβαση. Προκειμένου να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος, πραγματοποιήθηκαν δύο κλασματώσεις με υγρή χρωματογραφία στήλης, ενώ προηγήθηκε εκτενής μελέτη με χρωματογραφία λεπτής στοιβάδας. Κατά τη διάρκεια της μελέτης με TLC, δοκιμάστηκε πληθώρα διαλυτών, μειγμάτων έκλουσης και αντιδραστηρίων εμφάνισης. Το αρχικό άπολο κλάσμα, που υποβλήθηκε στην πρώτη κλασμάτωση, έφερε πολύ μεγάλο αριθμό ενώσεων και βρισκόταν σε περιορισμένη ποσότητα. Το τελικό κλάσμα προς μελέτη, έφερε ακόμα μεγάλο αριθμό ενώσεων, γεγονός που αποτέλεσε ένδειξη της υψηλής χημειοποικιλότητας που έχει το είδος. Ταυτόχρονα, η ιδιαίτερα περιορισμένη διαθέσιμη ποσότητα φυτικού υλικού δεν επέτρεψε την απομόνωση καθαρής ένωσης. Προκειμένου να απλοποιηθεί περαιτέρω, ώστε να γίνει εφικτός ο χαρακτηρισμός των ενώσεών του, το τελικό κλάσμα υποβλήθηκε εκ νέου σε κλασμάτωση. Στη συνέχεια, αναπτύχθηκε για τα τελικά υποκλάσματα αυτού, μέθοδος UHPLC-DAD-ESI/MS ανάλυσης, ώστε να δοθεί η δυνατότητα άντλησης όσο το δυνατόν περισσότερων ποιοτικών-δομικών πληροφοριών για τις ενώσεις τους, με τη συνδρομή υπολογιστικά προβλεπόμενων, θεωρητικών φασμάτων μαζών. Τέλος, ελέγχθηκε η ικανότητα αναστολής της ακετυλοχολινεστεράσης από τα τελικά κλάσματα, με μια παραλλαγή της μεθόδου Ellman. Η χρωματογραφική ανάλυση έδειξε ότι τα τελικά κλάσματα περιείχαν συνολικά 30 διαφορετικές κορυφές, από τις οποίες μελετήθηκαν οι κυριότερες 23. Οι πιθανές ενώσεις που μπόρεσαν να αποδοθούν από τη σχετική βιβλιογραφία, ήταν στην πλειοψηφία τους διτερπενοειδή, δύο γλυκοζίτες φλαβονοειδών και μία κουμαρίνη. Τέλος, όλα τα τελικά κλάσματα επέδειξαν μέτρια προς χαμηλή ικανότητα αναστολής της ακετυλοχολινεστρεάσης, με εξαίρεση ένα από αυτά, το οποίο είχε μέτρια μεν, αλλά σημαντικά μεγαλύτερη ικανότητα αναστολής. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στο αξιοσημείωτο εύρημα σε αυτό, μιας άγνωστης ένωσης που θα μπορούσε να αφορά ένα αλκαλοειδές διτερπένιο.