Το πέρασμα από τον ορθό λόγο στον εργαλειακό στους Horkheimer και Adorno

Στην διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου, εμφανίστηκε στη Γερμανία ένα ιδιότυπο φιλοσοφικό ρεύμα το οποίο θα πολιτογραφηθεί στην ιστορία της σκέψης ως «Σχολή της Φρανκφούρτης». Η δράση της σχολής συνδέθηκε με τη λειτουργία του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας (1923), ένα αυτόνομο ερευνητικό κέντρο, στ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Κουτσογιάννη, Αγγελική
Άλλοι συγγραφείς: Koutsogianni, Angeliki
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2021
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/15181
Περιγραφή
Περίληψη:Στην διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου, εμφανίστηκε στη Γερμανία ένα ιδιότυπο φιλοσοφικό ρεύμα το οποίο θα πολιτογραφηθεί στην ιστορία της σκέψης ως «Σχολή της Φρανκφούρτης». Η δράση της σχολής συνδέθηκε με τη λειτουργία του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας (1923), ένα αυτόνομο ερευνητικό κέντρο, στην ομώνυμη πόλη της Γερμανίας. Κύριοι εκπρόσωποι του ρεύματος υπήρξαν φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι, πολιτικοί και ψυχαναλυτές που συνεργάστηκαν με στόχο την ίδρυση μιας σχολής κοινωνικής θεωρίας και κριτικής φιλοσοφίας, που θα αντιτάσσεται στα υπαρκτά πολιτικά και οικονομικά αδιέξοδα της εποχής. Μεταξύ αυτών, ως βασικότεροι θεωρούνται οι Μαξ Χορκχάιμερ (Max Horkheimer) και Τέοντορ Αντόρνο, (Theodor W. Adorno) η ανάλυση των οποίων επικεντρώθηκε στην κριτική της σύγχρονης αστικής κοινωνίας, και στις σχέσεις κυριαρχίας που αναπτύσσονται σε αυτή. Σύμφωνα με τους στοχαστές, οι σχέσεις αυτές συγκροτούνται στη βάση μιας εργαλειακής προσέγγισης του κόσμου, μιας προσέγγισης, δηλαδή, όπου ο κόσμος και τα επιμέρους στοιχεία του αναγνωρίζονται ως απλά εργαλεία για την επίτευξη επιμέρους σκοπών. Όπως παρατηρούν, όμως, η εργαλειακή ορθολογικότητα συνυφαίνεται με τη σύγχρονη ιστορία κυριαρχώντας τελικά σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου γράφουν δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άνευ σημασίας. Η άνοδος του φασισμού (Ιταλία) και του ναζισμού (Γερμανία), η μετέπειτα εξορία στις ΗΠΑ, η εμπειρία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και της αυξανόμενης ενδυνάμωσης του καπιταλιστικού συστήματος, η εδραίωση του σταλινισμού, η αποτυχία των Δυτικοευρωπαϊκών αριστερών κινημάτων να οδηγήσουν στη δημοκρατία και την ελευθερία, τους έκαναν να νιώσουν ότι ήταν στο προσκήνιο μιας σειράς τραγικών αλλά και πολύ σημαντικών γεγονότων που προσπάθησαν να τα επεξεργαστούν θεωρητικά. Ενώπιον αυτών των εξελίξεων, η ανάπτυξη μιας χειραφετητικής πολιτικής πρακτικής η οποία κληροδοτείται από τον μαρξισμό και φιλοδοξεί να οδηγήσει στην υπέρβαση της υπάρχουσας κοινωνίας φαντάζει εξαιρετικά απίθανη. Η απαισιοδοξία αυτή αποτυπώνεται στο ύστερο έργο των Χορκχάιμερ και Αντόρνο, κυρίως στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού, η οποία θεωρείται ότι αντανακλά το πέρασμα της Κριτικής Θεωρίας σε ένα νέο στάδιο, όπου η μαρξική θεωρητική παράδοση έχει εγκαταληφθεί και μαζί της και η πίστη στο χειραφετητικό όραμα. Η παρούσα εργασία επιχειρεί να αντιστρέψει αυτή την άποψη, δείχνοντας ότι οι χειραφετητικές δυνατότητες πρέπει να αναζητηθούν σε έναν νέο τρόπο θέασης του κόσμου. Η εργασία είναι δομημένη σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος διερευνά τις απαρχές της κριτικής του εργαλειακού λόγου, οι οποίες εντοπίζονται στις αναλύσεις των Βέμπερ και Λούκατς. Επιπλέον, εξετάζει το πώς η κριτική του εργαλειακού λόγου μπορεί να θεωρηθεί ως μέρος μιας ευρύτερης κοινωνικής κριτικής μέσα από την αντιπαράθεση της κριτικής θεωρίας με τα κυρίαρχα φιλοσοφικά και επιστημολογικά ρεύματα της εποχής. Το δεύτερο μέρος πραγματεύεται τη σύνδεση της εργαλειακής κριτικής με την κριτική της ιδεολογίας, εκκινώντας από τη μαρξική έννοια της ιδεολογίας. Στη συνέχεια, εστιάζει στον τρόπο που τα μέλη της Σχολής της Φρανκφούρτης, και κυρίως οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο, προσλαμβάνουν τη μαρξική κριτική της ιδεολογίας, και στο πώς αυτή μετασχηματίζεται υπό το πρίσμα της διαλεκτικής αντιπαράθεσης μύθου και Λόγου. Το τρίτο μέρος αναφέρεται στις συνέπειες της εργαλειακής ορθολογικότητας, εστιάζοντας στο ζήτημα της υποδούλωσης επί της εσωτερικής φύσης και της κοινωνικής κυριαρχίας μέσα από την αλληγορική ανάγνωση της ομηρικής Οδύσσειας. Έπειτα, επιχειρείται μια αντιπαραβολή με την εγελιανή διαλεκτική κυρίου και δούλου, ώστε να κατανοηθεί καλύτερα το ζήτημα της κυριαρχίας και των συνεπειών της. Το τέταρτο και τελευταίο μέρος παρουσιάζει το δρόμο για την πραγμάτωση του χειραφετητικού οράματος, το οποίο αν και απομακρύνεται ριζικά από εκείνο του μαρξισμού, εξακολουθεί να παραμένει ζωντανό ακόμα και στο πιο απαισιόδοξο και αμφιλεγόμενο έργο της παράδοσης της κριτικής θεωρίας· τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού.