Επίδραση γλυκοκορτικοειδών, φλαβονοειδών και μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων στην επαγόμενη από τον TGF-β1 έκφραση παραγόντων ίνωσης σε ινοβλάστες ρινικού πολύποδα ανθρώπου

Ο ρινικός πολύποδας είναι μία παθολογική κατάσταση κατά την οποία εμφανίζεται υπερπλασία του ρινικού βλεννογόνου και χαρακτηρίζεται από φλεγμονώδη κυτταρική διήθηση, τροποποιήσεις στη διαφοροποίηση του επιθηλίου και καταστροφή αυτού, ανάπλαση ιστού και δημιουργία οιδήματος, πολλαπλασιασμό ινοβλαστών...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Μωραΐτη, Παναγιώτα
Άλλοι συγγραφείς: Moraiti, Panagiota
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2021
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/15184
Περιγραφή
Περίληψη:Ο ρινικός πολύποδας είναι μία παθολογική κατάσταση κατά την οποία εμφανίζεται υπερπλασία του ρινικού βλεννογόνου και χαρακτηρίζεται από φλεγμονώδη κυτταρική διήθηση, τροποποιήσεις στη διαφοροποίηση του επιθηλίου και καταστροφή αυτού, ανάπλαση ιστού και δημιουργία οιδήματος, πολλαπλασιασμό ινοβλαστών, συσσώρευση εξωκυττάριας ουσίας, κυρίως κολλαγόνου, πάχυνση της βασικής μεμβράνης και ίνωση. Έχει βρεθεί ότι στον ΡΠ εκφράζεται έντονα ο TGF-β με κύρια ισομορφή τον παράγοντα TGF-β1 η οποία αποτελεί πρωτεΐνη με κομβικό ρόλο στη διαδικασία αναδιαμόρφωσης του επιθηλίου και του συνδετικού ιστού, αφού διεγείρει την ίνωση, προσελκύοντας στρωματικά κύτταρα, την αγγειογένεση και την συσσώρευση συστατικών του ECM. Ακόμη, έχει την ικανότητα να προάγει τον πολλαπλασιασμό των ινοβλαστών και την διαφοροποίησή τους σε μυοϊνοβλάστες, ανάλογα με τα επίπεδα στα οποία βρίσκεται. Η ΑΜΡΚ είναι ένας κυτταρικός αισθητήρας ενέργειας, ο οποίος ενεργοποιείται σε στάδια αυξημένης κατανάλωσης ΑΤΡ. Η ενεργοποίησή της έχει συσχετιστεί με μια σειρά ευεργετικών επιδράσεων, όπως, η μείωση των φλεγμονωδών διεργασιών. Η δεξαμεθαζόνη είναι ένα γλυκοκορτικοειδές, που χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ασθένειες ως αντιφλεγμονώδης και ανοσοκατασταλτικός παράγοντας, ενώ στον ΡΠ έχει βρεθεί ότι μειώνει την έκφραση αντιφλεγμονωδών μορίων και μορίων προσκόλλησης και, ταυτόχρονα, έχει την ικανότητα να μειώνει την στρατολόγηση των ηωσινόφιλων στο ρινικό βλεννογόνο, καθώς και να αυξάνει την απόπτωση των ινοβλαστών. Υπάρχει μια ποικιλία θεραπειών για τη φλεγμονή, αλλά μακράν η συνηθέστερη είναι η χορήγηση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ). Τα ΜΣΑΦ χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία τόσο της οξείας όσο και της χρόνιας φλεγμονής και είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Η κερσετίνη είναι ένα φλαβονοειδές που έχει ταυτοποιηθεί ως μια μακράς διαρκείας ουσία που διαθέτει ισχυρές αντιφλεγμονώδεις ικανότητες που μπορούν να εκφραστούν σε διαφορετικούς τύπους κυττάρων, τόσο σε ζωικά όσο και σε ανθρώπινα μοντέλα. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της επίδρασης των γλυκοκορτικοειδών (δεξαμεθαζόνη), των φλαβονοειδών (κερσετίνη) και των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ινδομεθακίνη, ασεκλοφενάκη, ακετυλο-σαλικυλικό οξύ, τενοξικάμη) στην επαγόμενη από TGF-β1 έκφραση της IL-6, της α-SMA και της FN καθώς και την επίδραση των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων στην παραγωγή των μεταλλοπρωτεϊνασών MMP-1, MMP-2 και MMP-3. Για αυτό τον λόγο πραγματοποιήθηκαν πειράματα σε μεταγραφικό επίπεδο (Real Time–PCR ανάλυση) και σε μεταφραστικό επίπεδο (ELISA, WESTERN) σε ινοβλάστες ρινικού πολύποδα. Επίσης, μελετήθηκε και η έκφραση της ζελατινάσης MMP–2 μέσω ζυμογραφήματος ζελατίνης. Απόρροια των παραπάνω πειραμάτων είναι ότι η κερσετίνη σε σχέση με την δεξαμεθαζόνη είχε παρόμοια επίδραση στη καταστολή της επαγόμενης από τον TGF-β1 έκφραση των α-SMA, FN και IL-6, αλλά ήταν πιο αποτελεσματική από τα ΜΣΑΦ που δοκιμάστηκαν για την IL-6 και εντελώς αντίθετη για την α-SMA και την FN. Επίσης, τα ΜΣΑΦ που δοκιμάστηκαν, τουλάχιστον για την ΜΜΡ-1, είχαν διεγερτική επίδραση, γεγονός που υποδεικνύει την λελογισμένη χρήση τους, γιατί σε κάποιες περιπτώσεις, όπως η ίνωση, μπορεί η δράση τους να είναι ωφέλιμη, ενώ σε κάποιες άλλες, όπως η οστεοαρθρίτιδα, να είναι επιβλαβής.