Περίληψη: | Η δυσλεξία και η εκμάθηση μίας νέας γλώσσας αποτελεί ένα πεδίο το οποίο χρήζει διερεύνησης. Το πεδίο αυτό είναι πολύ σημαντικό να διερευνηθεί μιας και η εκμάθηση ξένων γλωσσών είναι πλέον απαραίτητη στην εποχή μας λόγω της παγκοσμιοποίησης (Lozano, 2017, Κοιλιάρη, 2017). Τα παιδιά με δυσλεξία είναι δύσκολο να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις αυτές διότι η δυσλεξία επηρεάζει την εκμάθηση των ξένων γλωσσών και συναντούν πολλές δυσκολίες (Helland et al.,2004, Hockly, 2016, Kormos et al., 2012). Στην παρούσα έρευνα, θα επικεντρωθούμε στις υποστηρικτικές διδακτικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι δάσκαλοι των ξένων γλωσσών στην Ελλάδα. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν μέσω ημιδομημένων συνεντεύξεων με τους δασκάλους των ξένων γλωσσών. Ο σκοπός της έρευνας είναι να αναδείξει τις διδακτικές πρακτικές αυτές που χρησιμοποιούν οι δάσκαλοι των ξένων γλωσσών στην υποστήριξη των παιδιών με δυσλεξία, να εντοπίσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι δάσκαλοι κατά την εφαρμογή τους και να παρουσιάσει αυτές που ιδεατά θα χρησιμοποιούσαν οι δάσκαλοι. Παράλληλα, μέσω της βιβλιογραφίας θα αναδειχθούν και οι υποστηρικτικές πρακτικές που εφαρμόζονται με επιτυχία σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα αποτελέσματα δείχνουν την θέληση και την αγωνία των δασκάλων για περαιτέρω γνώση και παροχή ουσιαστικής βοήθειας στα παιδιά αυτά και τις ελλείψεις που υπάρχουν σε υλικοτεχνικό, επιμορφωτικό και εκπαιδευτικό επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων χρησιμοποιεί ως υποστηρικτική διδακτική πρακτική μέσα στην τάξη την ανάθεση λιγότερων ασκήσεων για το σπίτι ή διαφορετικών ασκήσεων για το σπίτι. Η βασική δυσκολία των δασκάλων που αναδείχθηκε είναι ο μεγάλος αριθμός των παιδιών μέσα στην τάξη και οι περισσότεροι συμμετέχοντες θα ήθελαν να έχουν ιδανικά επιπλέον χρόνο για εξατομικευμένη διδασκαλία με το παιδί με δυσλεξία. Μέσω αυτής της διπλωματικής, η ερευνήτρια ευελπιστεί να συμβάλει στην βελτίωση των μαθησιακών συνθηκών που υπάρχουν για τα παιδιά με δυσλεξία μέσα στην τάξη στην Ελλάδα.
|