Συσχέτιση της προεκλαμψίας πρώιμης έναρξης με τις τιμές της αρτηριακής πίεσης στην νεογνική ηλικία

Η προεκλαμψία είναι μία υπερτασική διαταραχή της εγκυμοσύνης που επηρεάζει το 2% -8% του συνόλου των κυήσεων και σχετίζεται με υψηλή μητρική, εμβρυϊκή και νεογνική νοσηρότητα και θνησιμότητα. Η προεκλαμψία πρώιμης έναρξης ορίζεται ως η εμφάνιση της νόσου πριν από την ηλικία κύησης των 34 εβδομάδων,...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Χουρδάκης, Εμμανουήλ
Άλλοι συγγραφείς: Chourdakis, Emmanouil
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2021
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/15601
Περιγραφή
Περίληψη:Η προεκλαμψία είναι μία υπερτασική διαταραχή της εγκυμοσύνης που επηρεάζει το 2% -8% του συνόλου των κυήσεων και σχετίζεται με υψηλή μητρική, εμβρυϊκή και νεογνική νοσηρότητα και θνησιμότητα. Η προεκλαμψία πρώιμης έναρξης ορίζεται ως η εμφάνιση της νόσου πριν από την ηλικία κύησης των 34 εβδομάδων, και προδιαθέτει το νεογνό και την μητέρα σε πιο σοβαρές επιπλοκές σε σύγκριση με την προεκλαμψία όψιμης έναρξης. Οι επιδράσεις της προεκλαμψίας στα τελικά όργανα των μητέρων παραμένουν καιρό μετά την εγκυμοσύνη με επακόλουθο οι μητέρες να βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης μελλοντικών καρδιαγγειακών συμβαμάτων. Στους απογόνους, οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις, όπως ο περιορισμός της εμβρυικής ανάπτυξης και η σοβαρή νεογνική νοσηρότητα, έχουν λάβει τη μεγαλύτερη προσοχή, αν και έχουν περιγράφει σημαντικές μακροχρόνιες συνέπειες στην υγεία τους. Οι μακροπρόθεσμες ανεπιθύμητες καρδιαγγειακές επιπτώσεις παραμένουν λιγότερο γνωστές, αν και υπάρχουν ισχυρά επιδημιολογικά στοιχεία που υποστηρίζουν την σχέση ανάμεσα στην προεκλαμψία και την υπέρταση μελλοντικά στην ζωή. Τα δεδομένα που συνδέουν την προεκλαμψία με αυξημένες τιμές αρτηριακής πίεσης στα νεογνά περιορίζονται στις πρώτες μέρες μετά τον τοκετό και παραμένει άγνωστο εάν η επίδραση της παραμένει καθολη την διάρκεια της νεογνικής περιόδου ή πέρα από αυτή. ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της μελέτης ήταν η καταγραφή των τιμών της αρτηριακής πίεσης (ΑΠ) και των μεταβολών τους σε νεογνά μητέρων με πρώιμη έναρξης προεκλαμψία στον πρώτο μήνα ζωής, μία ηλικιακή ομάδα όπου υπάρχει έλλειψη δεδομένων. ΥΛΙΚΑ-ΜΕΘΟΔΟΣ: Η ΑΠ μετρήθηκε με παλμική μέθοδο στη γέννηση, καθημερινά την πρώτη εβδομάδα και κατόπιν εβδομαδιαίως μέχρι τις 28 ημέρες ζωής σε 106 νεογνά μητέρων με πρώιμη προεκλαμψία (διάγνωση πριν τις 34 εβδομάδες κύησης) και ισάριθμα νεογνά νορμοτασικών μητέρων αντίστοιχης ηλικίας κύησης και φύλου χωρίς καρδιαγγειακές επιπλοκές ή ανωμαλίες. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Δεν υπήρχαν διαφορές στις τιμές της αρτηριακής πίεσης κατά την εισαγωγή και την πρώτη ημέρα της ζωής μεταξύ των περιπτώσεων και των μαρτύρων. Αντίθετα, τα βρέφη που εκτέθηκαν σε προεκλαμψία είχαν σημαντικά υψηλότερες τιμές συστολικής (ΣΑΠ), διαστολικής (ΔΑΠ) και μέσης αρτηριακής πίεσης (MΑΠ) τις επόμενες ημέρες έως και την τέταρτη εβδομάδα ζωής (P <.001-.033). Οι αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόμησης λαμβάνοντας υπόψη το φύλο, την ηλικία κύησης, την προγεννητική χρήση κορτικοστεροειδών και τη χρήση αντιυπερτασικών φαρμάκων από τη μητέρα επιβεβαίωσαν τα παραπάνω ευρήματα (P <.001-.048). Η ANOVA επαναλαμβανόμενων μετρήσεων προσδιόρισε επίσης την προεκλαμψία ως σημαντικό παράγοντα που καθορίζει τις τάσεις της ΣΑΠ, της ΔΑΠ και της MΑΠ κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα της ζωής (F = 16,2, P < . 001, F = 16.4, P < .001 και F = 17.7, P < .001, αντίστοιχα). ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα ευρήματα συμφωνούν με προηγούμενες μελέτες που συσχετίζουν την προεκλαμψία με αυξημένη ΑΠ στην παιδική ηλικία. Οι διαφορές είναι ανιχνεύσιμες από τις πρώτες ημέρες ζωής, πριν την έκθεση σε περιβαλλοντικούς παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την ΑΠ. Η απουσία διαφορών στο πρώτο 24ωρο μπορεί να αποδοθεί στη διαδικασία της μεταβατικής κυκλοφορίας ή στη λήψη φαρμάκων από την έγκυο.