Περίληψη: | Η πρωτεΐνη ζονουλίνη είναι ο μοναδικός έως τώρα γνωστός ενδογενής ρυθμιστής των αποφρακτικών ζωνών οι οποίες ρυθμίζουν την εντερική διαπερατότητα. Από την ανακάλυψή της, έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως ως δείκτης της εντερικής διαπερατότητας. Ο μητρικός θηλασμός θεωρείται ότι ευνοεί την ακεραιότητα του γαστρεντερικού συστήματος και προάγει το «κλείσιμο του εντέρου» στα νεογνά, ωστόσο υπάρχουν λίγα δεδομένα σχετικά με την επίδραση του τρόπου σίτισης στην εντερική διαπερατότητα στα βρέφη.
Σκοπός: Σκοπός της μελέτης ήταν να ερευνηθεί η συσχέτιση του τρόπου σίτισης (μητρικό έναντι τροποποιημένου γάλακτος) με τα επίπεδα ζονουλίνης ως δείκτη της εντερικής διαπερατότητας.
Μέθοδοι: Εκατόν πέντε βρέφη τα οποία γεννήθηκαν τελειόμηνα, μετά από ανεπίπλεκτη κύηση συμμετείχαν στη μελέτη. Σε ηλικία 3 – 4 μηνών τα βρέφη εξετάστηκαν κλινικά και ελήφθη δείγμα αίματος. Τα επίπεδα ζονουλίνης στο αίμα μετρήθηκαν με τη μέθοδο ELISA.
Αποτελέσματα: Από τα 105 βρέφη τα 50 (47.6 %) ήταν αγόρια και το 58.1% (61) είχαν γεννηθεί με καισαρική τομή με μέση ± SD διάρκεια κύησης 38.9 ± 1.0 εβδομάδες. Στην αιμοληψία η διάμεση ηλικία (εύρος) ήταν 3.4 (3.2 – 3.5) μήνες και το μέσο ± SD βάρος σώματος ήταν 6332 ± 692 γραμμάρια. Τα βρέφη χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες ανάλογα με τον τρόπο σίτισης: αποκλειστικός μητρικός θηλασμός (n: 42), μικτή σίτιση (n: 41) και τροποποιημένο γάλα αγελάδας (n: 22). Ο τρόπος σίτισης δεν είχε επίδραση στα επίπεδα ζονουλίνης αίματος των βρεφών. Επιπλέον, τα επίπεδα ζονουλίνης δεν επηρεάστηκαν από τα κλινικά και επιδημιολογικά χαρακτηριστικά των βρεφών όπως το βάρος σώματος ή το οικογενειακό ιστορικό για αυτοάνοσα ή αλλεργικά νοσήματα.
Συμπέρασμα: Στην μελέτη μας, ο τρόπος σίτισης και τα κλινικά χαρακτηριστικά δε βρέθηκε να επηρεάζουν τις τιμές ζονουλίνης αίματος σε υγιή βρέφη ηλικίας 3 - 4 μηνών.
|