Περίληψη: | Η παρούσα εργασία βασίζεται στην παραδοχή ότι οι ποικίλες υφολογικές επιλογές ενός ομιλητή, συμπεριλαμβανομένων των προσωδιακών του επιλογών, λειτουργούν ως ενδείκτες συμφραστικοποίησης (contextualization cues) (βλ. Gumperz, 1982). Ως δείκτες συμφραστικοποίησης, καθοδηγούν τον ακροατή να εντάξει το λόγο που προσλαμβάνει κατάλληλα στην περίσταση, αλλά και στα κατάλληλα γνωστικά και γλωσσικά συμφραζόμενα ώστε να καταλήξει στην προσδοκώμενη ερμηνεία. Βασική υπόθεση της εργασίας είναι ότι μέσα σε χιουμοριστικές συνομιλιακές αφηγήσεις, συγκεκριμένα προσωδιακά χαρακτηριστικά μπορούν να αποτελέσουν δείκτες συμφραστικοποίησης για το χιούμορ (βλ. Norrick, 2004).
Βασιζόμενη στην Γενική Θεωρία για το Γλωσσικό Χιούμορ (GTVH) (βλ. Attardo 1994, 2001), κατά την οποία το χιούμορ στηρίζεται στην ασυμβατότητα ανάμεσα σε αυτό που αναμένεται να συμβεί και σε αυτό που τελικά συμβαίνει, χρησιμοποιώ ως βασική μονάδα ανάλυσης των αφηγήσεών μου τη χιουμοριστική φράση (jab line), η οποία θεωρείται ότι εμπεριέχει την γνωστική αντίθεση στην οποία στηρίζεται το χιούμορ. Στόχος μου είναι να δείξω αν συγκεκριμένα προσωδιακά χαρακτηριστικά, όπως οι παύσεις, η ταχύτητα και η ένταση, συμβάλλουν στην (ανα)δείξη του χιούμορ μέσα σε μία αφήγηση, και αν κάτι τέτοιο γίνεται με συστηματικό τρόπο. Με άλλα λόγια, στόχος μου είναι να δείξω αν το χιούμορ οριοθετείται και προβάλλεται προσωδιακά συγκριτικά με το υπόλοιπο μη χιουμοριστικό κείμενο, και ποια είναι αυτά τα προσωδιακά χαρακτηριστικά που συμβάλλουν σε αυτό.
|