Περίληψη: | Στην παρούσα ΜΔΕ πραγματοποιήθηκε η σύνθεση πέντε σύμπλοκων ενώσεων του Cu(II) με υποκαταστάτη το 4-φαινυλοϊμιδαζόλιο (LH). Με μεταβολή αρκετών παραμέτρων σύνθεσης και κρυστάλλωσης (τύπο διαλύτη, γραμμομοριακή αναλογία μετάλλου υποκαταστάτη, τεχνική κρυστάλλωσης κ.ά.), επιτύχαμε τη σύνθεση, την απομόνωση και το χαρακτηρισμό των συμπλόκων: [Cu(LΗ)4(BF4)2]•2MeOH (1∙2MeOH), [Cu(LΗ)4(BF4)2]•2EtOH (2∙2EtOH), [Cu(LH)4(BF4)2]•2(1-PrΟH) (3•(1-PrOH)), [Cu(LH)4(BF4)2]•2(iso-BuOH) (4•2(iso-BuOH)) και [Cu(LΗ)4(BF4)2]•2DMF (5∙2DMF).
Όλες οι παραπάνω ενώσεις χαρακτηρίστηκαν με κρυσταλλογραφία ακτίνων Χ επί μονοκρυστάλλου, περίθλαση ακτίνων Χ επί κόνεως, φασματοσκοπία υπερύθρου και θερμοσταθμική ανάλυση. Όπως διαπιστώθηκε από την μελέτη αυτών, όλες οι δομές εμφανίζουν ψευδοπολυμορφία, δηλαδή το ίδιο σύμπλοκο κρυσταλλώνει με διαφορετικό είδος διαλύτη στο κρυσταλλικό πλέγμα. Διαπιστώθηκε επίσης ότι στον ιμιδαζολικό δακτύλιο του υποκαταστάτη LH των συμπλόκων εμφανίζεται το φαινόμενο της ταυτομέρειας, πιθανόν για να διευκολυνθεί στερεοχημικά ο σχηματισμός των συμπλόκων. Η μελέτη των ασθενών διαμοριακών αλληλεπιδράσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των μορίων του κρυσταλλικού υλικού έγινε με τη βοήθεια των μοριακών επιφανειών Hirshfeld. Το μέγεθος και το σχήμα της επιφάνειας Hirshfeld ενός μορίου συνδέεται άμεσα με το χημικό περιβάλλον του, αντανακλώντας έτσι την αλληλεπίδραση μεταξύ ατόμων που ανήκουν σε γειτονικά μόρια, συνεπώς περιέχει πληροφορίες για τους διαμοριακούς δεσμούς που αναπτύσσονται σε έναν κρύσταλλο. Συνεπώς, από την μελέτη της υπερμοριακής δομής και την ανάλυση των επιφανειών Hirshfeld των πέντε συμπλόκων, διαπιστώθηκε ότι η οργάνωση της αρχιτεκτονικής τους οφείλεται στη δράση ισχυρών διαμοριακών δεσμών N ̶ H•••X (όπου Χ = O, F) και σταθεροποιείται περαιτέρω μέσω ασθενών αλληλεπιδράσεων της μορφής C ̶ H•••Y (όπου Υ = Ο, F).
|