Υψίσυχνες ταλαντώσεις στον ιππόκαμπο ζωικού μοντέλου του αυτισμού

Οι νευρώνες του εγκεφάλου είναι συναπτικά οργανωμένοι σε δίκτυα των οποίων η ηλεκτρική δραστηριότητα μεταβάλλεται ρυθμικά σε ένα εύρος συχνοτήτων τριών τάξεων: από λιγότερο του ενός μέχρι μερικών εκατοντάδων Hz. Πρόκειται για ενδογενή ιδιότητα του εγκεφάλου, μη προκλητή δηλαδή από εξωγενή ερεθίσμ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Μπαρνιά, Βικτώρια
Άλλοι συγγραφείς: Mparnia, Victoria
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2022
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/15732
Περιγραφή
Περίληψη:Οι νευρώνες του εγκεφάλου είναι συναπτικά οργανωμένοι σε δίκτυα των οποίων η ηλεκτρική δραστηριότητα μεταβάλλεται ρυθμικά σε ένα εύρος συχνοτήτων τριών τάξεων: από λιγότερο του ενός μέχρι μερικών εκατοντάδων Hz. Πρόκειται για ενδογενή ιδιότητα του εγκεφάλου, μη προκλητή δηλαδή από εξωγενή ερεθίσματα, που αναδεικνύεται σε μη ενεργοποιημένες καταστάσεις του όπως στον ύπνο και στην ήρεμη αφύπνιση in vivo, αλλά και σε πειραματικά παρασκευάσματά του in vitro που στερούνται πλήρως αισθητικών οδών και ερεθισμάτων. Με αυτήν την έννοια η ενδογενή ρυθμικότητα του εγκεφάλου μπορεί να ειδωθεί ως το αποτέλεσμα της ενδογενούς συναπτικής του οργάνωσης και δυναμικής. Ο αυτισμός είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή της σύναψης με ισχυρό και σύνθετο γενετικό υπόβαθρο, που εμφανίζεται στη βρεφική ηλικία του ανθρώπου. Η κατανόηση της νευροβιολογίας της νόσου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κατανόηση της έναρξής της και προς το σκοπό αυτό η πειραματική έρευνα με τα κατάλληλα ζωϊκά πρότυπα μελέτης συνιστά πολύτιμο εργαλείο. Στα πλαίσια της παρούσας έρευνας χρησιμοποιήσαμε τον Fmr1KO Long-Evans επίμυ ως ζωϊκό μοντέλο του αυτισμού προκειμένου να καταγράψουμε in vitro, σε λεπτές τομές ιπποκάμπου, την αυθόρμητη ηλεκτρική δραστηριότητα υψηλών συχνοτήτων: 100-200Hz, γνωστή ως ριπιδισμοί, και να την συγκρίνουμε με εκείνη του φυσιολογικού επίμυ. Για αυτό το σκοπό μετρήσαμε ή/και υπολογίσαμε τρείς παραμέτρους των ριπιδισμών: την πιθανότητα εμφάνισής τους, την ισχύ τους και την κυρίαρχη συχνότητά τους. Επιπλέον, συγκρίναμε χωριστά τα δεδομένα μας από τον ραχιαίο και κοιλιακό ιππόκαμπο, καθώς οι περιοχές αυτές του ιπποκάμπου εμφανίζουν πολλές διαφορές μεταξύ τους: ανατομικές, ηλεκτροφυσιολογικές και λειτουργικές. Βρήκαμε ότι μολονότι οι ριπιδισμοί των γενετικά τροποποιημένων ζώων δεν διέφεραν από τα φυσιολογικά στα ενήλικα ζώα, η ανάπτυξη των ριπιδισμών διαφοροποιούσε τους δυο γονότυπους καταδεικνύοντας μια καθυστέρηση της μεταγεννητικής ανάπτυξης των KO ζώων. Το εύρημα αυτό υποστηρίζει πειραματικά ό,τι είχε προβλεφθεί θεωρητικά και κλινικά: την αναπτυξιακή δηλαδή καθυστέρηση των αυτιστικών εγκεφάλων. Η αξία της παρούσας έρευνας συνίσταται στο ότι αναδεικνύει την ανάγκη αναπτυξιακών μελετών για την ανάδειξη κρίσιμων περιόδων της ανάπτυξης σημαντικών για την έναρξη ή/και εξέλιξη της νόσου. Τέτοιου είδους προοπτικές μελέτες είναι δύσκολες και μακροχρόνιες στον άνθρωπο, καθιστώντας την εφαρμογή τους στα κατάλληλα ζωϊκά μοντέλα ως την κύρια εναλλακτική επιλογή για την πρόοδο της νευροβιολογικής κατανόησης του αυτισμού.