Περίληψη: | Το φασκόμηλο χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα ως αφέψημα, αλλά και για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες στην παραδοσιακή ιατρική. Στη σύγχρονη εποχή χρησιμοποιείται επίσης στην αρωματοποιία, τη συντήρηση τροφίμων, τα καλλυντικά και τη φαρμακευτική βιομηχανία. Το πιο ευρέως εξαπλωμένο είδος φασκόμηλου στην Ελλάδα είναι το S. fruticosa, κοινώς ελληνικό φασκόμηλο, ενώ σε μικρότερη και πιο περιορισμένη έκταση απαντούν το S. officinalis (δαλματικό φασκόμηλο) στην Ήπειρο και το S. pomifera (κρητικό ή πικρό φασκόμηλο) στην Πελοπόννησο, την Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου.
Για τους σκοπούς της παρούσας εργασίας μελετήθηκαν δέκα πληθυσμοί S. fruticosa Mill. και πέντε πληθυσμοί S. pomifera L. της Πελοποννήσου, ως προς τα μορφολογικά χαρακτηριστικά και το αιθέριο έλαιό τους και προσδιορίσθηκαν οι γενετικές σχέσεις και αποστάσεις τους με τη βοήθεια των μοριακών δεικτών trnH-psbA, ITS και εννέα μικροδορυφoρικών δεικτών (SoUZ003, SoUZ005, SoUZ006, SoUZ007, SoUZ009, SoUZ013, SoUZ014, SoUZ016, SoUZ020). Η εκτίμηση όλων των χαρακτήρων και η γενετική ανάλυση ξεκίνησαν από το επίπεδο του ατόμου, σε σύνολο 149 ατόμων στους 15 πληθυσμούς. Μελετήθηκε επίσης η επίδραση στο αιθέριο έλαιο του έτους, της εποχής και του μέρους του φυτού. Επιπλέον, 126 κλώνοι των φυτών που μελετήθηκαν στη Φύση μεταφέρθηκαν επιτυχώς σε καλλιέργεια στο Βοτανικό κήπο του Πανεπιστημίου Πατρών και μελετήθηκαν ως προς την αύξηση, την ανάπτυξή και την απόδοσή τους σε βιομάζα και σε αιθέριο έλαιο.
Διαπιστώθηκε ότι υπάρχει μεγάλη παραλλακτικότητα τόσο εντός, όσο και μεταξύ των πληθυσμών και των δύο ειδών, η οποία αποτυπώθηκε τόσο στην απόδοση και τη σύσταση του αιθέριου ελαίου, όσο και στα μορφολογικά χαρακτηριστικά και τη γονοτύπηση, με τους μικροδορυφορικούς μοριακούς δείκτες, των ατόμων των πληθυσμών. Η παραλλακτικότητα αυτή των μορφολογικών χαρακτηριστικών που αποδίδεται στη μεγάλη πλαστικότητα τους, δεν επέτρεψε τη διάκριση των πληθυσμών στο S. fruticosa, ενώ ήταν πιο επιτυχής στη διάκριση των πληθυσμών του S. pomifera, τοποθετώντας επιτυχώς το 96% των δειγμάτων στον πληθυσμό προέλευσής τους. Αντίθετα, η γενετική παραλλακτικότητα, που επιδείχτηκε με τη χρήση των μικροδορυφορικών δεικτών, παρείχε τη δυνατότητα διάκρισης των πιο απομονωμένων μεταξύ τους πληθυσμών του S. fruticosa, ενώ δεν πέτυχε διάκριση μεταξύ των πληθυσμών του S. pomifera, οι οποίοι άλλωστε βρίσκονται και σε πιο κοντινές αποστάσεις. Η απόδοση του αιθέριου ελαίου φάνηκε ότι επηρεάζεται από το στάδιο ανάπτυξης των φύλλων και η ποσοτική σύσταση του από τις περιβαλλοντικές συνθήκες. Όταν αυτοί οι παράγοντες διατηρήθηκαν σταθεροί, τα χαρακτηριστικά αυτά του αιθέριου ελαίου παρουσίασαν σταθερότητα, τόσο σε επίπεδο πληθυσμών, όσο και ατόμων, υποδηλώνοντας τη γενετική βάση τους. Η χρήση της ποσοτικής σύστασης του αιθέριου ελαίου έδωσε τη δυνατότητα αντιστοίχισης του μεγαλύτερου ποσοστού των ατόμων στον πληθυσμό προέλευσής τους (S. fruticosa 87%, S. pomifera 98%). Μεταξύ των διαφορετικού τύπου μεταβλητών βρέθηκε μέτρια συσχέτιση των μοριακών με τις χημικές (αιθέριο έλαιο), που ήταν σημαντική στο S. fruticosa, και υποδεικνύει ότι η εύρεση μοριακών δεικτών, πιο στενά συνδεδεμένων με τα γονίδια που ρυθμίζουν την παραγωγή των συστατικών στόχων, θα βοηθήσει την επιλογή με στόχο συγκεκριμένα πτητικά συστατικά.
Η εγκατάσταση των κλώνων στο Βοτανικό οδήγησε, μέσω των καλλιεργητικών εργασιών του ποτίσματος και του κλαδέματος, σε αύξηση της απόδοσης του αιθέριου ελαίου το καλοκαίρι, ενώ και στα δύο είδη στην ποσοτική σύσταση του αιθέριου ελαίου φάνηκε τάση αύξησης των μονοτερπενίων και μείωσης των σεσκιτερπενίων. Αντιθέτως, η ποσοστιαία αναλογία του βασικού συστατικού του κάθε είδους (ευκαλυπτόλη, β- θουγιόνη) παρέμεινε σταθερή, όπως και η διαφοροποίηση των ατόμων και των πληθυσμών μια που οι μεταβολές κινήθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση σε όλα τα άτομα. Μεταβολή καταγράφηκε κατά την καλλιέργεια και στην ημερομηνία έναρξης της ανθοφορίας των κλώνων, ως προσαρμογή στη μεταβολή του υψομέτρου και του γεωγραφικού πλάτους σε σχέση με την τοποθεσία προέλευσής τους. Στο κοινό τους περιβάλλον στο Βοτανικό διακρίθηκαν δύο ομάδες με 15-20 ημέρες διαφορά στην έναρξη ανθοφορίας. Διαφορές καταγράφηκαν και στο μοντέλο αύξησης των κλώνων διαφορετικής προέλευσης, με την καλύτερη απόδοση σε βιομάζα να επιτυγχάνεται για το S. fruticosa από τους κλώνους πληθυσμών της Αχαΐας και της Κορινθίας (>380 kg/στρ) και για το S. pomifera από κλώνους πληθυσμών της Αρκαδίας (>190 kg/στρ).
Συνολικά τα αποτελέσματα της εργασίας υποδηλώνουν ότι οι πληθυσμοί δεν κινδυνεύουν από φαινόμενα απομόνωσης μια που παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλότητα σε όλα τα χαρακτηριστικά που μελετήθηκαν τόσο εντός, όσο και μεταξύ των πληθυσμών. Η ποικιλότητα δε αυτή είναι η βάση για την επιλογή και βελτίωση με στόχο τη δημιουργία πολλαπλασιαστικού υλικού με ποικίλες εφαρμογές.
|