Περίληψη: | Στην παρούσα εργασία περιγράφεται η πορεία των μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων στην Ελλάδα πριν την κρίση και συγκεκριμένα κατά την περίοδο 2001 - 2009. Η αξία ενεργητικού των μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων κατά την εξεταζόμενη περίοδο παρουσίασε αυξομειώσεις. Συγκεκριμένα από το 2001 έως το 2003 η αξία ενεργητικού μειωνόταν σταδιακά, ενώ στη συνέχεια εξαιτίας των θετικών χρηματιστηριακών εξελίξεων παρουσίασε άνοδο μέχρι και το 2007. Το 2008 η πτώση που εμφάνισαν οι χρηματιστηριακοί δείκτες ήταν σημαντική και το ενεργητικό των μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων έπεσε, ενώ το 2009 παρουσίασε πρόσκαιρη αύξηση με τα σημάδια της επερχόμενης χρηματοπιστωτικής κρίσης να είναι πλέον ορατά.
Τα έτη 2001 - 2002 παρατηρήθηκε μείωση και στο μερίδιο αγοράς των μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων καθώς την τριετία 1999 - 2002 το χρηματιστήριο είχε μια διαρκή καθοδική πορεία. Η εντυπωσιακή άνοδος του χρηματιστηρίου το 2003, η οποία συνεχίστηκε μέχρι το 2008 οδήγησε στη σταδιακή αύξηση του μεριδίου των μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων. Από το 2006 έως το 2009 το μερίδιο αγοράς των μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων κυμαινόταν περίπου στα ίδια επίπεδα.
Σκοπός της εργασίας είναι αντλώντας στοιχεία μέσα από τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο να διερευνήσει αν οι αποδόσεις των μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων επαναλαμβάνονται. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιείται η μεθοδολογία «Winner - Winner, Winner - Loser» των Goetzmann & Ibbotson (1994), Brown & Goetzmann (1995). Η μεθοδολογία αυτή χωρίζει τα αμοιβαία κεφάλαια σε κάθε μια από τις διαδοχικές περιόδους σε δύο κατηγορίες, τους νικητές και τους ηττημένους, με κριτήριο την σωρευτική τους απόδοση. Αν αυτή είναι μεγαλύτερη από τη διάμεσο των σωρευτικών αποδόσεων του αντίστοιχου έτους τότε το αμοιβαίο κεφάλαιο χαρακτηρίζεται ως νικητής ενώ αν είναι μικρότερη χαρακτηρίζεται ως ηττημένος. Στη συνέχεια τα αποτελέσματα αξιολογούνται με τη βοήθεια στατιστικών κριτηρίων.
Σχετικά με την επαναληπτικότητα στις αποδόσεις των μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων κατά τα εξεταζόμενα έτη, παρατηρούμε ότι είναι πιο έντονη σε βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες περιόδους παρά σε μακροπρόθεσμες, αν και τα αποτελέσματα δεν χαρακτηρίζονται σε όλες τις περιπτώσεις από υψηλό επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας.
|