Στάθμιση της ελληνικής εκδοχής της νέας νευροψυχολογικής κλίμακας Cognitive Telephone Screening Instrument (COGTEL) στην ανίχνευση γνωστικών διαταραχών

Εισαγωγή: Λόγω της γήρανσης του πληθυσμού ο εντοπισμός νοητικών δυσλειτουργιών στην τρίτη ηλικία καθίσταται φλέγον θέμα για τη δημόσια υγεία, μιας και ο εντοπισμός αυτός είναι το πρώτο βήμα για τη διάγνωση νευρονοητικών διαταραχών. Η δια ζώσης χορήγηση ενδελεχών νευροψυχολογικών δοκιμασιών είναι χρ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Σκόνδρα, Μαρία
Άλλοι συγγραφείς: Skondra, Maria
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2022
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/16268
Περιγραφή
Περίληψη:Εισαγωγή: Λόγω της γήρανσης του πληθυσμού ο εντοπισμός νοητικών δυσλειτουργιών στην τρίτη ηλικία καθίσταται φλέγον θέμα για τη δημόσια υγεία, μιας και ο εντοπισμός αυτός είναι το πρώτο βήμα για τη διάγνωση νευρονοητικών διαταραχών. Η δια ζώσης χορήγηση ενδελεχών νευροψυχολογικών δοκιμασιών είναι χρονοβόρα και κοστοβόρα. Με τη δημιουργία, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, δοκιμασιών που χορηγούνται τηλεφωνικά διευκολύνεται η διενέργεια νευροψυχολογικών ελέγχων στο πλαίσιο επιδημιολογικών μελετών ή επανελέγχων στα πλαίσια κλινικών μελετών ή ακόμα και της καθημερινής κλινικής πράξης στα πλαίσια της πανδημικής κρίσης του COVID-19. Τουλάχιστον 19 τηλεφωνικές νευροψυχολογικές κλίμακες είναι διαθέσιμες σήμερα. Διαφοροποιούνται ως προς τη διάρκεια, το πλήθος των εξεταζομένων γνωστικών πεδίων, την ενδελέχεια της εξέτασης, την ειδικότητα και την ευαισθησία στην ανίχνευση γνωστικών ελλειμμάτων. Παρά τα πλεονεκτήματα τους, έως σήμερα καμιά τηλεφωνική κλίμακα δεν έχει μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα και δεν έχει σταθμιστεί σε έναν ελληνικό πληθυσμό, ενώ η τηλεφωνική κλίμακα Cognitive Telephone Screening Instrument (COGTEL) δεν έχει ακόμα δοκιμαστεί στην κλινική προσπέλαση της μείζονος ή της ελάσσονος νευρονοητικής διαταραχής (Mild Neurocognitive Disorder, MiND, και Major Neurocognitive Disorder, MaND, αντίστοιχα). Σκοπός: Η παρούσα μελέτη επιδιώκει να αξιολογήσει α) τη χρησιμότητα του Cognitive Telephone Screening Instrument (COGTEL) και του COGTEL+, το οποίο είναι εμπλουτισμένο με λήμματα προσανατολισμού, στην ανίχνευση της MiND και της MaND που προκαλούνται από τη νόσο του Alzheimer (Alzheimer Disease, AD), σε σχέση με την εξέταση Modified Mini-Mental State Examination (3MS) και β) την ακρίβεια του COGTEL που χορηγείται σε διά ζώσης και σε σύγκριση με τη χορήγησή του σε τηλεφωνικές συνεδρίες. Υλικό και μέθοδος: Το δείγμα της μελέτης περιελάμβανε 197 άτομα με άθικτη νοητική ικανότητα ηλικίας τουλάχιστον 45 ετών, 95 άτομα με MiND και 65 άτομα με MaND λόγω AD. Σε 20 άτομα το COGTEL χορηγήθηκε τόσο διά ζώσης όσο και σε τηλεφωνικές συνεδρίες. Οι διαφορές μεταξύ των τριών ομάδων μελέτης, δηλαδή των ατόμων χωρίς νοητική εξασθένηση, ασθενών με ήπια νευρονοητική διαταραχή και ασθενών με μείζονα νευρονοητική διαταραχή, σε σχέση με την κατανομή φύλου, την ηλικία, την εκπαίδευση και την νοητική επίδοση μελετήθηκαν με τις μεθόδους Pearson Chi-square test, Kruskal Wallis test, Wilcoxon–Mann–Whitney test, όπως ήταν απαραίτητο, μιας και η κατανομή των δεδομένων δεν ήταν κανονική. Χρησιμοποιήθηκαν τρία λογιστικά μοντέλα αναλογικών συμπληρωματικών πιθανοτήτων (Proportional Odds Logistic Regression Model [POLR]) για τη μελέτη της σχέσης μεταξύ των τριών διαγνωστικών ομάδων (εξαρτημένη μεταβλητή) και την επίδοση σε κάθε ένα από τα τρία εργαλεία αξιολόγησης της νοητικής λειτουργίας (COGTEL, COGTEL+ και 3MS) λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία, το φύλο και την εκπαίδευση, που επηρεάζουν τη γνωστική λειτουργία σε ηλικιωμένα άτομα. Η στρωματοποιημένη επαναλαμβανόμενη τυχαία δειγματοληψία (stratified bootstrap resampling) χρησιμοποιήθηκε για την αναδρομική κατάτμηση του συνόλου των δεδομένων σε δείγμα εκπαίδευσης και δείγμα επικύρωσης (αναλογία 70/30). Η διαδικασία επαναλήφθηκε 20.000 φορές και στη συνέχεια υπολογίστηκαν οι μέσοι όροι των αποτελεσμάτων. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης μοντέλα διακριτικής ανάλυσης των Kernel Fisher για τη σύγκριση της ικανότητας των τριών εργαλείων να διαχωρίσουν σωστά τις τρεις διαγνωστικές ομάδες της μελέτης. Η ακρίβεια της εξέτασης COGTEL διά ζώσης συγκρίθηκε με την επίδοση στο COGTEL όταν χορηγείται μέσω τηλεφώνου με τη χρήση του F-test. Η επίδραση του χρονικού διαστήματος (σε ημέρες) στην επίδοση στο COGTEL, όταν αυτό χορηγείται διά ζώσης ή τηλεφωνικά, αξιολογήθηκε με ένα μοντέλο πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης με την επίδοση στο COGTEL όταν αυτό χορηγείται μέσω τηλεφώνου ως εξαρτημένη μεταβλητή και το χρονικό διάστημα και την επίδοση στο COGTEL όταν χορηγείται διά ζώσης ως ανεξάρτητες μεταβλητές. Αποτελέσματα: Η ηλικία επηρεάζει σημαντικά την ταξινόμηση σε διαγνωστική ομάδα και στα τρία μοντέλα με τα διαφορετικό νευροψυχολογικά εργαλεία. Όσον αφορά το φύλο, οι γυναίκες ταξινομούνται σε πιο ήπιες διαγνωστικές κατηγορίες από τους άνδρες με τα ίδια χαρακτηριστικά. Η εκπαίδευση συσχετίστηκε επίσης σημαντικά με τη διαγνωστική κατηγορία μόνο στο μοντέλο που περιλάμβανε την κλίμακα 3MS, καθώς τα διαστήματα εμπιστοσύνης 5% εκκίνησης για τα άλλα δύο μοντέλα περιείχαν το μηδέν. Όπως αναμενόταν, η καλύτερη επίδοση στα εργαλεία που μελετήθηκαν συσχετίζεται με ηπιότερη διαγνωστική κατηγορία σε όλα τα μοντέλα. Εντοπίστηκαν διαφορές στα ποσοστά λανθασμένης διαγνωστικής κατηγοριοποίησης ανάμεσα στα εργαλεία 3MS, COGTEL και COGTEL+. Τα μοντέλα POLR με το COGTEL+ και το 3MS ως εξαρτημένες μεταβλητές ξεπέρασαν σε ακρίβεια τα μοντέλα με το COGTEL ως εξαρτημένη μεταβλητή. Με εξαίρεση τα POLR μοντέλα με το COGTEL που βασίστηκαν στα δείγματα επικύρωσης, στα οποία η μέση τιμή λανθασμένης ταξινόμησης ξεπέρασε ελαφρώς το 15%, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η μέση τιμή λανθασμένης ταξινόμησης ήταν χαμηλότερη από 15%, αναδεικνύοντας την υψηλή διαγνωστική ακρίβεια των μελετηθέντων εργαλείων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της διακριτικής ανάλυσης, οι οριακές τιμές για την ανίχνευση της μείζονος και της ήπιας νευρονοητικής διαταραχής λόγω ΝΑ ήταν 68,5 και 90,3 για το 3MS, 9,8 και 21,8 για το COGTEL, 15,2 και 27,6 για COGTEL+. Τα ποσοστά εσφαλμένης ταξινόμησης ήταν 14,6%, 15,7% και 12,6% για το 3MS, το COGTEL και το COGTEL+, αντίστοιχα. Η ανάλυση δεν αποκάλυψε σημαντική επίδραση του τρόπου χορήγησης τού COGTEL στην επίδοση των συμμετεχόντων. Οι δύο τρόποι χορήγησης έδειξαν μια πολύ ισχυρή γραμμική σχέση (B = 0,964, P <0,001), ενώ το χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο χορηγήσεων δεν βρέθηκε να σχετίζεται με την επίδοση στο COGTEL όταν χορηγείται δια ζώσης (B = -0.072, P = 0,610) σύμφωνα με το μοντέλο πολλαπλής παλινδρόμησης που εξηγεί το 93,81% της διακύμανσης της επίδοσης COGTEL όταν χορηγείται μέσω τηλεφώνου (F (2.17) = 128.78, P <0.001). Τα ευρήματα δείχνουν ότι σε σύγκριση με την εξέταση μέσω τηλεφώνου, η δια ζώσης χορήγηση του COGTEL είναι ακριβής και δεν οδηγεί σε συστηματική υπερεκτίμηση ή υποεκτίμηση της επίδοσης στο COGTEL. Συμπεράσματα: Οι παρατηρήσεις της παρούσας μελέτης κατέδειξαν την κλινική χρησιμότητα ιδιαίτερα του COGTEL + στην ανίχνευση όχι μόνο της μείζονος αλλά και την ήπιας νευρονοητικής διαταραχής που προκαλείται από τη ΝΑ. Η συντομία του COGTEL+, η εγκυρότητα του περιεχομένου του, η αναφερόμενη αποδοχή του από τους εξεταζόμενους, το ευρύ φάσμα πιθανών βαθμολογιών και η έλλειψη ανώτατου ορίου βαθμολογίας το καθιστούν ένα πολύτιμο εργαλείο που μπορεί να χορηγηθεί τόσο διά ζώσης όσο και σε τηλεφωνικές συνεδρίες.