Περίληψη: | Προηγούμενες μελέτες έδειξαν ότι το αυτομόσχευμα του επιγονατιδικού τένοντα που χρησιμοποιείται για την αποκατάσταση του διερρηγμένου Πρόσθιου Χιαστού Συνδέσμου (ΠΧΣ) επανακτά σταδιακά την ενδογενή του αγγείωση, από την περιφέρεια προς το κέντρο, στα πλαίσια της διαδικασίας επούλωσης που υφίσταται μετά την τοποθέτηση αυτού στην άρθρωση του γόνατος.
Σκοπός: Αξιολόγηση της κλινικής έκβασης και της επαναγγείωσης των αυτομοσχευμάτων five-strand single-bundle hamstring (SBH) και bone-quadriceps (BQ) που χρησιμοποιούνται για την αποκατάσταση του ΠΧΣ.
Υλικό και μέθοδοι: 46 ασθενείς συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη, 26 υποβλήθηκαν σε αποκατάσταση με οπίσθιους μηριαίους SBH (ομάδα Α), ενώ 20 με αυτομόσχευμα τένοντα τετρακέφαλου BQ (ομάδα Β). Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε μαγνητική τομογραφία τρεις ημέρες, έξι και δώδεκα μήνες μετεγχειρητικά. Οι αξιολογήσεις περιλάμβαναν τη δοκιμασία Lachman, τη βαθμολογία δραστηριότητας Tegner, την ισοκινητική δοκιμασία Biodex, τη βαθμολογία Lysholm και τη μετατόπιση με αρθρομέτρηση KT-1000.
Ο δείκτης ενίσχυσης (EI) υπολογίστηκε σε τρία συγκεκριμένα σημεία κάθε μοσχεύματος και πραγματοποιήθηκαν συγκρίσεις για κάθε χρονικό διάστημα. Οι τομές αυτές είναι: η ενδοαρθρική (τομή – 1 - έκφυση), η ενδοοστική - κνήμη (τομή – 2 - μεσότητα) και η ενδοαρθρική - κνήμη κοντά στο υλικό στερέωσης (τομή – 3 - κατάφυση). Οι συγκρίσεις καθώς και η εγκάρσια επιφάνεια πραγματοποιήθηκαν σε κάθε περιοχή ενδιαφέροντος, για κάθε τομή του μοσχεύματος και σε κάθε χρονική στιγμή με το τεστ ANOVA.
Αποτελέσματα: Η δοκιμασία Lachman, οι βαθμολογίες Lysholm, οι βαθμολογίες δραστηριότητας Tegner και οι τιμές της διαφοράς μεταξύ πλευρών έδειξαν σημαντική βελτίωση μετά τη χειρουργική επέμβαση και στις δύο ομάδες (P<.001). Όσον αφορά τη δύναμη της έκτασης του γόνατος, δεν διαπιστώθηκε σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων, ενώ η δύναμη της κάμψης ήταν σημαντικά καλύτερη στην ομάδα Β. Το QT παρουσίασε καλύτερη επαναγγείωση σε σύγκριση με τα μοσχεύματα HT (P<.001) στους έξι μήνες, ενώ δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά δώδεκα μήνες μετά τη χειρουργική επέμβαση. Η ενδοαρθρική θέση (έκφυση) εμφάνισε υψηλότερη EI (P<.001)σε σύγκριση με τις θέσεις ενδοοστικής κνημιαίας σήραγγας (μεσότητα) και ενδοοστικής βίδας (κατάφυση) στους έξι μήνες, ενώ διαπιστώθηκε μη σημαντική αύξηση δώδεκα μήνες μετά την επέμβαση.
Συμπεράσματα: Δεν υπήρξε διαφορά μεταξύ των δύο τύπων μοσχεύματος όσον αφορά τη σταθερότητα και το λειτουργικό αποτέλεσμα, εκτός από την αποκατάσταση των καμπτήρων μυών όπου το μόσχευμα QT είναι καλύτερο. Η επαναγγείωση ήταν καλύτερη στο μόσχευμα QT τον έκτο μήνα, αλλά δεν υπήρχε σημαντική διαφορά στην τελική παρακολούθηση μετά από χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών.
|