Βλεννοκήλες παραρρινίων κόλπων : παθοφυσιολογία, διερεύνηση, χειρουργική αντιμετώπιση

Οι βλεννοκήλες των παραρρινίων κόλπων είναι κυστικοί σχηματισμοί καλοήθους χαρακτήρα που επενδύονται από επιθήλιο και περιέχουν βλέννη. Καταλαμβάνουν εξ ολοκλήρου την παραρρίνια κοιλότητα στην οποία εμφανίζονται, ασκώντας πιεστικά φαινόμενα στα τοιχώματά της καθώς βραδέως αναπτύσσονται, με αποτέλεσμ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Δημάκα, Κωνσταντίνα
Άλλοι συγγραφείς: Dimaka, Konstantina
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2022
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/16317
id nemertes-10889-16317
record_format dspace
institution UPatras
collection Nemertes
language Greek
topic Βλεννοκήλη
Παραρρίνιος κόλπος
Παθοφυσιολογία
Χειρουργική αντιμετώπιση
Mucocele
Paranasal sinus
Pathophysiology
Surgical treatment
spellingShingle Βλεννοκήλη
Παραρρίνιος κόλπος
Παθοφυσιολογία
Χειρουργική αντιμετώπιση
Mucocele
Paranasal sinus
Pathophysiology
Surgical treatment
Δημάκα, Κωνσταντίνα
Βλεννοκήλες παραρρινίων κόλπων : παθοφυσιολογία, διερεύνηση, χειρουργική αντιμετώπιση
description Οι βλεννοκήλες των παραρρινίων κόλπων είναι κυστικοί σχηματισμοί καλοήθους χαρακτήρα που επενδύονται από επιθήλιο και περιέχουν βλέννη. Καταλαμβάνουν εξ ολοκλήρου την παραρρίνια κοιλότητα στην οποία εμφανίζονται, ασκώντας πιεστικά φαινόμενα στα τοιχώματά της καθώς βραδέως αναπτύσσονται, με αποτέλεσμα την οστική αναδιαμόρφωση (bone remodeling) των τοιχωμάτων, την οστική διάβρωση και την επέκταση στις παρακείμενες δομές. Η μέση ηλικία εμφάνισής τους είναι τα 46-56 έτη, με εύρος ηλικιών από 4 έως 90 ετών, ενώ είναι σπάνιες στην παιδική ηλικία. Τα δύο φύλα φαίνεται να επηρεάζονται με την ίδια συχνότητα. Λόγω της βραδείας ανάπτυξής τους, υπολογίζεται ότι μεσολαβεί ένα διάστημα 7-15 ετών από την απόφραξη του παραρρινίου κόλπου μέχρι την εμφάνιση της συμπτωματολογίας. Η συχνότερη εντόπισή τους είναι στο μετωπιαίο κόλπο. Ακολουθούν κατά σειρά συχνότητας οι ηθμοειδείς κυψέλες, το γναθιαίο άντρο και ο σφηνοειδής κόλπος. Προδιαθεσικοί παράγοντες για την ανάπτυξή τους είναι οι προηγηθείσες χειρουργικές επεμβάσεις, οι τραυματισμοί, η φλεγμονή και οι νεοπλασίες, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δεν ανευρίσκεται αιτιολογία και θεωρούνται ιδιοπαθείς. Οι κλινικές εκδηλώσεις της νόσου εξαρτώνται από την εντόπιση της βλεννοκήλης, καθώς και από τις γειτονικές δομές στις οποίες η βλεννοκήλη μπορεί να επεκτείνεται μέσω της οστικής διάβρωσης. Οι πιο σοβαρές εκδηλώσεις της νόσου προέρχονται από άσκηση πίεσης σε νεύρα και από την επέκταση στον οφθαλμικό κόγχο ή στον κρανιακό βόθρο. Στη διαφοροδιάγνωση της βλεννοκήλης θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην περίπτωση συνύπαρξής της με κάποια άλλη κλινική οντότητα που προδιαθέτει στην ανάπτυξή της. O ιστός που επενδύει τις βλεννοκήλες ταυτίζεται με το βλεννοπεριόστεο του παραρρινίου κόλπου στον οποίο αναπτύσσεται. Το επιθήλιο που επενδύει τις βλεννοκήλες είναι κυρίως ψευδοπολύστιβο κροσσωτό κυλινδρικό επιθήλιο, αναπνευστικού τύπου. Για το σχηματισμό τους προϋπόθεση φαίνεται να είναι η απόφραξη της φυσιολογικής οδού παροχέτευσης κάποιου παραρρινίου κόλπου, που οδηγεί στη σταδιακή συσσώρευση βλέννης. Η βλεννοκήλη συνήθως αναπτύσσεται αργά αλλά μπορεί να διευρύνεται κατά κύματα. Στην οστική αναδιαμόρφωση στη διεπαφή κύστης-οστού φαίνεται ότι συμβάλλουν η άσκηση θετικής πίεσης στα οστικά τοιχώματα και η τοπική συσσώρευση μεσολαβητών της φλεγμονής. Η διερεύνηση θα πρέπει να βασίζεται στη λήψη ενδελεχούς ιστορικού, στην κλινική εξέταση, με κύρια την ενδοσκόπηση της ρινός, καθώς και στον απεικονιστικό έλεγχο. Η ακτινολογική διερεύνηση περιλαμβάνει την αξονική τομογραφία (CT) και τη μαγνητική τομογραφία (MRI). Η αντιμετώπιση των βλεννοκηλών είναι κατεξοχήν χειρουργική. Οι προσπελάσεις που χρησιμοποιούνται είναι οι ενδοσκοπικές, οι εξωτερικές, καθώς και συνδυασμοί αυτών. Η προσπέλαση που χρησιμοποιείται κάθε φορά εξαρτάται από το μέγεθος, την εντόπιση και την έκταση της βλεννοκήλης.
author2 Dimaka, Konstantina
author_facet Dimaka, Konstantina
Δημάκα, Κωνσταντίνα
author Δημάκα, Κωνσταντίνα
author_sort Δημάκα, Κωνσταντίνα
title Βλεννοκήλες παραρρινίων κόλπων : παθοφυσιολογία, διερεύνηση, χειρουργική αντιμετώπιση
title_short Βλεννοκήλες παραρρινίων κόλπων : παθοφυσιολογία, διερεύνηση, χειρουργική αντιμετώπιση
title_full Βλεννοκήλες παραρρινίων κόλπων : παθοφυσιολογία, διερεύνηση, χειρουργική αντιμετώπιση
title_fullStr Βλεννοκήλες παραρρινίων κόλπων : παθοφυσιολογία, διερεύνηση, χειρουργική αντιμετώπιση
title_full_unstemmed Βλεννοκήλες παραρρινίων κόλπων : παθοφυσιολογία, διερεύνηση, χειρουργική αντιμετώπιση
title_sort βλεννοκήλες παραρρινίων κόλπων : παθοφυσιολογία, διερεύνηση, χειρουργική αντιμετώπιση
publishDate 2022
url http://hdl.handle.net/10889/16317
work_keys_str_mv AT dēmakakōnstantina blennokēlespararriniōnkolpōnpathophysiologiadiereunēsēcheirourgikēantimetōpisē
AT dēmakakōnstantina paranasalsinusmucocelespathophysiologyevaluationsurgicaltreatment
_version_ 1771297273425166336
spelling nemertes-10889-163172022-09-05T20:41:16Z Βλεννοκήλες παραρρινίων κόλπων : παθοφυσιολογία, διερεύνηση, χειρουργική αντιμετώπιση Paranasal sinus mucoceles : pathophysiology, evaluation, surgical treatment Δημάκα, Κωνσταντίνα Dimaka, Konstantina Βλεννοκήλη Παραρρίνιος κόλπος Παθοφυσιολογία Χειρουργική αντιμετώπιση Mucocele Paranasal sinus Pathophysiology Surgical treatment Οι βλεννοκήλες των παραρρινίων κόλπων είναι κυστικοί σχηματισμοί καλοήθους χαρακτήρα που επενδύονται από επιθήλιο και περιέχουν βλέννη. Καταλαμβάνουν εξ ολοκλήρου την παραρρίνια κοιλότητα στην οποία εμφανίζονται, ασκώντας πιεστικά φαινόμενα στα τοιχώματά της καθώς βραδέως αναπτύσσονται, με αποτέλεσμα την οστική αναδιαμόρφωση (bone remodeling) των τοιχωμάτων, την οστική διάβρωση και την επέκταση στις παρακείμενες δομές. Η μέση ηλικία εμφάνισής τους είναι τα 46-56 έτη, με εύρος ηλικιών από 4 έως 90 ετών, ενώ είναι σπάνιες στην παιδική ηλικία. Τα δύο φύλα φαίνεται να επηρεάζονται με την ίδια συχνότητα. Λόγω της βραδείας ανάπτυξής τους, υπολογίζεται ότι μεσολαβεί ένα διάστημα 7-15 ετών από την απόφραξη του παραρρινίου κόλπου μέχρι την εμφάνιση της συμπτωματολογίας. Η συχνότερη εντόπισή τους είναι στο μετωπιαίο κόλπο. Ακολουθούν κατά σειρά συχνότητας οι ηθμοειδείς κυψέλες, το γναθιαίο άντρο και ο σφηνοειδής κόλπος. Προδιαθεσικοί παράγοντες για την ανάπτυξή τους είναι οι προηγηθείσες χειρουργικές επεμβάσεις, οι τραυματισμοί, η φλεγμονή και οι νεοπλασίες, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δεν ανευρίσκεται αιτιολογία και θεωρούνται ιδιοπαθείς. Οι κλινικές εκδηλώσεις της νόσου εξαρτώνται από την εντόπιση της βλεννοκήλης, καθώς και από τις γειτονικές δομές στις οποίες η βλεννοκήλη μπορεί να επεκτείνεται μέσω της οστικής διάβρωσης. Οι πιο σοβαρές εκδηλώσεις της νόσου προέρχονται από άσκηση πίεσης σε νεύρα και από την επέκταση στον οφθαλμικό κόγχο ή στον κρανιακό βόθρο. Στη διαφοροδιάγνωση της βλεννοκήλης θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην περίπτωση συνύπαρξής της με κάποια άλλη κλινική οντότητα που προδιαθέτει στην ανάπτυξή της. O ιστός που επενδύει τις βλεννοκήλες ταυτίζεται με το βλεννοπεριόστεο του παραρρινίου κόλπου στον οποίο αναπτύσσεται. Το επιθήλιο που επενδύει τις βλεννοκήλες είναι κυρίως ψευδοπολύστιβο κροσσωτό κυλινδρικό επιθήλιο, αναπνευστικού τύπου. Για το σχηματισμό τους προϋπόθεση φαίνεται να είναι η απόφραξη της φυσιολογικής οδού παροχέτευσης κάποιου παραρρινίου κόλπου, που οδηγεί στη σταδιακή συσσώρευση βλέννης. Η βλεννοκήλη συνήθως αναπτύσσεται αργά αλλά μπορεί να διευρύνεται κατά κύματα. Στην οστική αναδιαμόρφωση στη διεπαφή κύστης-οστού φαίνεται ότι συμβάλλουν η άσκηση θετικής πίεσης στα οστικά τοιχώματα και η τοπική συσσώρευση μεσολαβητών της φλεγμονής. Η διερεύνηση θα πρέπει να βασίζεται στη λήψη ενδελεχούς ιστορικού, στην κλινική εξέταση, με κύρια την ενδοσκόπηση της ρινός, καθώς και στον απεικονιστικό έλεγχο. Η ακτινολογική διερεύνηση περιλαμβάνει την αξονική τομογραφία (CT) και τη μαγνητική τομογραφία (MRI). Η αντιμετώπιση των βλεννοκηλών είναι κατεξοχήν χειρουργική. Οι προσπελάσεις που χρησιμοποιούνται είναι οι ενδοσκοπικές, οι εξωτερικές, καθώς και συνδυασμοί αυτών. Η προσπέλαση που χρησιμοποιείται κάθε φορά εξαρτάται από το μέγεθος, την εντόπιση και την έκταση της βλεννοκήλης. Mucoceles of the paranasal sinuses are benign cystic lesions lined with respiratory-type epithelium that contain mucus. They completely occupy the paranasal sinus in which they are found, exerting pressure on its osseous walls as they slowly grow, resulting in bone remodeling, bone erosion and expansion to the adjacent structures. The average age of onset is 46-56 years, with age ranging from 4 to 90 years, whereas they are rare in childhood. Both sexes appear to be equally affected. Due to their slow growth, it is estimated that there is a period of 7-15 years between the occlusion of the paranasal sinus and the onset of symptoms. They are most often found in the frontal sinus. In order of descending frequency, they are also found in the ethmoid cells, the maxillary sinus and the sphenoid sinus. Predisposing factors for their development are previous surgery, facial bone fractures, inflammation and tumors, while in many cases there is no aetiologic factor found and they are considered to be idiopathic. Clinical manifestations of the disease depend on the location of the involved sinus, as well as on the adjacent structures to which the mucocele may extend through bony erosion. The most serious manifestations of the disease arise from pressure exerted on nerves, and from extension to the orbit or the cranial fossa. Caution should be taken during differential diagnosis, especially in the event of coexistence with other clinical entities that may predispose to mucocele development. Mucocele lining consists of the paranasal sinus mucoperiosteum. The lining epithelium is pseudostratified, ciliated, columnar, respiratory-type epithelium. Obstruction of the normal drainage pathway of the involved sinus seems to be a prerequisite for mucocele development, which subsequently leads to gradual accumulation of mucus. Mucoceles usually grow slowly, but may expand in waves. Positive pressure on the osseous walls and local accumulation of mediators of inflammation seem to be factors that contribute to bone remodeling that takes place at the mucocele-bone interface. Evaluation should be based on thorough history, clinical examination, including nasal endoscopy, as well as imaging studies. Radiological examination includes computed tomography (CT) and magnetic resonance imaging (MRI). Treatment is primarily surgical. The surgical approaches used are endoscopic, external, and combinations thereof. The individualized surgical approach depends on the size, location and extent of the mucocele. 2022-06-29T06:12:33Z 2022-06-29T06:12:33Z 2022-04-04 http://hdl.handle.net/10889/16317 gr application/pdf